ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1036 / 2010(Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Εκβίαση, Υπεξαγωγή εγγράφων, Εισαγγελική Πρόταση.

 

Περίληψη:
Πλαστογραφίας έννοια, υπεξαγωγής εγγράφου έννοια, εκβίασης έννοια. Είναι επιτρεπτή η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση εφόσον είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Η κύρια διαδικασία αρχίζει είτε με την επίδοση της εγκλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο είτε του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Η παραγραφή είναι θεσμός δημόσιας τάξεως κει εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάση της διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο ως Συμβούλιο. Περιστατικά. Δέχεται την αίτηση αναίρεσης εν μέρει. ΠΟΠΔ για την πράξη της εκβίασης. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.


 

 

Αριθμός 1036/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ Ποινικό Τμήμα – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ.1491/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο … .

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1532/09. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή, με αριθμό 40/27-1-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Εισάγων, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ’ αριθμ. 194/16-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου … (…3Α, …), κατά του υπ’ αριθμ. 1491/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα ακόλουθα : Ι) Το Συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ’ αριθμ. 3342/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον …, κάτοικο … (…), για να δικαστεί : α) για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, από την οποία το σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρα 98, 216§§1,3 Π.Κ), β) εκβίαση κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 98, 385§1γ Π.Κ), γ) υπεξαγωγή εγγράφων (άρθρο 222 Π.Κ), δ) εξύβριση (άρθρο 361 Π.Κ), και ε) απειλή (άρθρο 333 Π.Κ). Κατά του ανωτέρω βουλεύματος άσκησε αυτός έφεση, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με το υπ’ αριθμ. 1491/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής η ασκηθείσα κατ’ αυτού ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις της εκβίασης που είχαν τελεσθεί κατά το από μηνός Ιανουαρίου 2004 έως 20-7-2004 χρονικό διάστημα, ενώ επικυρώθηκε το πρωτοβάθμιο βούλευμα ως προς τις υπόλοιπες παραπεμπτικές για τον εκκαλούντα διατάξεις του, ήτοι εκείνη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, με συνολικό επιδιωχθέν όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, της εκβίασης κατ’ εξακολούθηση για τις μερικότερες πράξεις που είχαν τελεσθεί μετά την 24-7-2004 μέχρι και την 31-12-2004, της υπεξαγωγής εγγράφων, της εξύβρισης και της απειλής. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη υπ’ αριθμ. 194/2009 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση την 3-10-2009 και στην αντίκλητο δικηγόρο του Ευαγγελία Κακαβά την 6-10-2009 η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως την 16-10-2009. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών από τον δικηγόρο Πλάτωνα Νιάδη δυνάμει της από 15-10-2009 εξουσιοδότησης, συντεταγμένης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 εδάφια β και γ και 96 παρ. 2 του Κ.Π.Δ, η οποία και προσκομίστηκε κατά την άσκηση (άρθρο 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ), συντάχθηκε δε γι’ αυτήν η υπ’ αριθμ. 194/16-10-2009 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι άσκησής της (άρθρο 474 παρ.2 Κ.Π.Δ) και ειδικότερα: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακουργήματα και συναφή πλημμελήματα. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και, ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216§1 Π.Κ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση του σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ σύμφωνα με το εδάφιο α της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτό τροποποιήθηκε αρχικά με το άρθρο 1§7α Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§2α του Ν 2721/1999, αν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών (των παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Σύμφωνα δε με το εδάφιο β της αυτής παραγράφου, με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από την διάταξη της παραγ.1 του άρθρου 216 του Π.Κ, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει άλλον με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Διαπράττεται δε πλαστογραφία με την ειδικότερη μορφή της νόθευσης εγγράφου, στην περίπτωση συμπλήρωσης από τον λήπτη λευκής επιταγής, με περιεχόμενο αντίθετο ή διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά με τον εκδότη (Α.Π. 1224/2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ 426, Α.Π. 280/2002 Ποιν Λογ. 2002/226), ενώ η περίπτωση της συμπλήρωσης επιταγής που φέρει μόνο την υπογραφή του εκδότη, δια καταχρήσεως εν λευκώ τεθείσης υπογραφής του, θεωρείται ως κατάρτιση πλαστού εγγράφου, εφόσον βεβαίως συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία της ποινικής υπόστασης του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ. Διότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται έγγραφο, αφού το χαρτί της λευκής επιταγής, δεν ενσωματώνει εξωτερίκευση ανθρώπινης σκέψης (Α.Π. 662/2001). Ως έγγραφο, εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοείται κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει τέτοιο γεγονός (Α.Π. 180/1990 σε ολομέλεια Ποιν Χρον. Μ 1002). Για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας κατά το εδάφιο α της τρίτης παραγράφου του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή του με το άρθρο 14§2 εδάφιο β του Ν 2721/1999, απαιτείται, εκτός από τα στοιχεία που ήδη αναφέρθηκαν για την θεμελίωση του βασικού εγκλήματος, ο επιπρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος ανώτερο των 73.000 ευρώ ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον κατά το αυτό ως άνω ποσό, ή η διάπραξη πλαστογραφιών κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και ο επιπρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος ανώτερο των 15.000 ευρώ, αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι στις δύο αυτές διακεκριμένες παραλλαγές του βασικού εγκλήματος (ολομ Α.Π 855/1978 Ποιν. Χρον. ΚΘ 43, Α.Π 725/2000 Ποιν Χρον. ΝΑ 59). Στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να συνδέεται άμεσα με την πλαστογραφία, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία, έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου, διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επόμενων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία (ολομ Α.Π. 3/2008 Ποιν Χρον ΝΗ 404). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 222 του Π.Κ προκύπτει ότι στοιχεία του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων, είναι: α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, του οποίου ο δράστης δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικός κύριος ή που κάποιος άλλος έχει το δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου να ζητήσει την παράδοση ή επίδειξη, και β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου αυτού. Απόκρυψη είναι πράξη ή παράλειψη συνεπεία της οποίας στερείται της χρήσης του εγγράφου αυτός που έχει το σχετικό δικαίωμα, καταστροφή δε πράξη συνεπεία της οποίας το έγγραφο παύει να υπάρχει. γ) ενέργεια των πράξεων αυτών από την πλευρά του δράστη προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε, και δ) δόλος που ενέχει την γνώση ότι ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκρυψης, βλάβης ή καταστροφής αυτού (Α.Π. 429/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 915, Α.Π 879/2004 Ποιν Χρον. ΝΕ 416). Τέλος, από την διάταξη της παρ. 1 στοιχ. γ του άρθρου 385 του Π.Κ, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης στην βασική του μορφή, απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ. Το έγκλημα αυτό στην βασική του μορφή, όπως αυτή τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ γ του Π.Κ, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 του Π.Κ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων 307 επομ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 Κ.Π.Δ, αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, είτε του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφιο β και 484 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας την συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για τον λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ’ αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του Κ.Π.Δ., χωρίς να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος (Α.Π. 513/2008 Ποιν Λογ. 2008 σελ. 366 κ.ά). Στην προκειμένη περίπτωση, οι μερικότερες πράξεις της εκβίασης κατ’ εξακολούθηση, που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα, φέρονται ότι έχουν τελεσθεί κατά το χρονικό διάστημα από 21-7-2004 έως 31-12-2004. Το αξιόποινο των πράξεων αυτών, διωκομένων και τιμωρουμένων σε βαθμό πλημμελήματος, εξαλείφθηκε ήδη δια παραγραφής, διότι από τον χρόνο της τέλεσής τους μέχρι σήμερα, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς εντός αυτού να επέλθει αναστολή της παραγραφής για οποιοδήποτε λόγο.
ΙΙΙ) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας : α) αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 544/2005 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ 19, Α.Π 114/2004 Ποιν. Χρον. ΝΔ 29). β)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, όταν το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (Α.Π. 286/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 819, Α.Π. 345/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 829), και γ) είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π. 1071/2005 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 135, Α.Π. 1364/2006). Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ .β του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
IV) Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ’ αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ’ είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, από την οποία το σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, και της υπεξαγωγής εγγράφων, ως προς τις οποίες και περιορίζεται στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρετικός έλεγχος, ενόψει του ότι για την εκβίαση προτείνεται κατά τα ανωτέρω, η οριστική παύση της ασκηθείσης ποινικής διώξεως, με την κρινόμενη δε αίτηση δεν προσβλήθηκαν και οι περί εξύβρισης και απειλής διατάξεις του βουλεύματος: Ο εκκαλών κατηγορούμενος, ο οποίος επαγγέλλεται τον προπονητή ποδοσφαίρου και είναι γνωστός παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, είχε συνάψει από τις αρχές του έτους 2002 αισθηματικό δεσμό με την εγκαλούσα Ψ, δικηγόρο, η οποία όμως δεν ασκούσε δικηγορία αλλά ασχολείτο επαγγελματικά με την δημοσιογραφία. Οι πρώτοι μήνες της γνωριμίας τους ήταν ανέφελοι. Όμως από το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, αντιμετωπίζοντας ο εκκαλών ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα, πρότεινε στην εγκαλούσα να προμηθεύεται στο όνομά της πιστωτικές κάρτες και να συνάπτει καταναλωτικά δάνεια, ακόμη δε να προμηθεύεται μπλοκ επιταγών από διάφορες τράπεζες, προκειμένου να κάνει χρήση τους ο ίδιος, επειδή αυτός, όντας καταχωρημένος στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε., δεν είχε την δυνατότητα να προμηθευτεί πιστωτικές κάρτες και μπλοκ επιταγών. Η εγκαλούσα ενέδωσε στις φορτικές του προτροπές και πιέσεις και ήδη από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2002 άρχισε να συνάπτει δάνεια και να προμηθεύεται πιστωτικές κάρτες και μπλοκ επιταγών από διάφορες τράπεζες. Στη συνέχεια και υπό την ασφυκτική ψυχολογική πίεση του εκκαλούντος, ο οποίος την απειλούσε ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με τις επιθυμίες του, θα διέκοπτε τον μεταξύ τους αισθηματικό δεσμό, η εγκαλούσα υπέγραφε τις επιταγές που περιείχε κάθε μπλοκ και μετά ταύτα ασυμπλήρωτες αυτές κατά τα υπόλοιπα στοιχεία τους (πληρωτέο ποσό, τόπο και χρόνο έκδοσης κ.λ.π), κατέληγαν στον εκκαλούντα υπό τις συνθήκες που θα εκτεθούν κατωτέρω, ο οποίος αφού συμπλήρωνε τα ελλείποντα στοιχεία τους, τις μεταβίβαζε με οπισθογράφηση σε διάφορους τρίτους, καλύπτοντας έτσι προσωπικές του υποχρεώσεις έναντι αυτών. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά των παραδοχών του, τα εξής σχετικά με τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων : “Ωσαύτως ο κατηγορούμενος φέρεται ότι στις 18-3-2003, αφού, κατά τα ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα Ψ να προβεί στο άνοιγμα του υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού στην Τράπεζα Eurobank (υποκατάστημα …) και να εκδώσει δεσμίδα επιταγών, η οποία περιείχε τις υπ’ αριθμ. … έως … επιταγές, στη συνέχεια αφού έπεισε την παθούσα να υπογράψει και τα δέκα φύλλα των εν λόγω επιταγών, αφαίρεσε αυτές από την κατοχή της ενώ ήταν λευκές κατά τα λοιπά στοιχεία τους, και συμπλήρωσε αυτές εν αγνοία της εγκαλούσας και χωρίς την συναίνεσή της, ως ακολούθως: α) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “31-12-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “276.780” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον …, β) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “15-7-2003”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε σε πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου έχουν διαγραφεί από το σώμα της επιταγής και δεν έγιναν γνωστά κατά την διάρκεια της ανάκρισης, γ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “15-5-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … και αυτός με την σειρά του στον …, δ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “31-3-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “280.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . 2) στις 4-3-2003, αφού, κατά τα ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα Ψ να προβεί στο άνοιγμα του υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού στην Τράπεζα Alpha Bank (υποκατάστημα …) και να εκδώσει δεσμίδα επιταγών, στη συνέχεια αφού έπεισε την παθούσα να υπογράψει όλα τα φύλλα των εν λόγω επιταγών, αφαίρεσε αυτές από την κατοχή της ενώ ήταν λευκές κατά τα λοιπά στοιχεία τους, και συμπλήρωσε αυτές εν αγνοία της και χωρίς την συναίνεσή της, ως ακολούθως: α) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “10-10-2003”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “3.300” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . β) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “28-7-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “10.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . γ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “30-6-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “25.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στην εταιρεία με την επωνυμία “ΓΕ.ΕΜΤΕΧ Ε.Π.Ε”. δ) στην υπ’ αριθμ…. επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “22-2-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “9.700” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . ε) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “1-2-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “7.500” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . 3) στις 18-2-2004, αφού, κατά τα ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα … να προβεί στο άνοιγμα του υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού στην Εθνική Τράπεζα (υποκατάστημα …) και να εκδώσει μπλοκ επιταγών, το οποίο περιείχε τις υπ’ αριθμ. … έως … επιταγές, στη συνέχεια αφού έπεισε την παθούσα να υπογράψει όλα τα φύλλα των εν λόγω επιταγών, αφαίρεσε αυτές από την κατοχή της ενώ ήταν λευκές κατά τα λοιπά στοιχεία τους, και συμπλήρωσε αυτές εν αγνοία της και χωρίς την συναίνεσή της, ως ακολούθως: α) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, αφού έβαλε την εγκαλούσα να συμπληρώσει την ημερομηνία 15-12-2004 και να την εκδώσει σε διαταγή αυτής της ίδιας και να την οπισθογραφήσει, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “10.500” ευρώ. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού την μεταβίβασε στον … . β) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, αφού έβαλε την εγκαλούσα να συμπληρώσει την ημερομηνία 15-12-2004 και να την εκδώσει σε διαταγή αυτής της ίδιας και να την οπισθογραφήσει, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “11.000” ευρώ. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … , γ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “28-2-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “9.700” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . δ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “6-3-2005 “, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “13.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον …, ε) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “30-6-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “13.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον …, στ) στην υπ’ αριθμ. …επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “18-6-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “8.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . ζ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “30-7-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε σε πρόσωπο του οποίου τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης και μετά από σειρά αδιάκοπων οπισθογραφήσεων κατέληξε στον τελευταίο κομιστή … . η) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “10-7-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε αρχικά σε πρόσωπο του οποίου τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά κατά την ανάκριση και μετά από σειρά αδιάκοπων οπισθογραφήσεων, κατέληξε στον τελευταίο κομιστή της … . Τις παραπάνω επιταγές πλαστογράφησε προκειμένου να παραπλανήσει με την χρήση τους τα πρόσωπα προς τα οποία τις οπισθογράφησε, σχετικά με το γεγονός ότι δήθεν αυτές (επιταγές) είχαν εκδοθεί νόμιμα από την ίδια την εγκαλούσα σε διαταγή του και έτσι αυτός ήταν νόμιμος κομιστής τους. Με τις παραπάνω πράξεις του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος ισόποσο με το κεφάλαιο των επιταγών αυτών που συνολικά ανέρχεται σε 737.480 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της εγκαλούσας αλλά και των κομιστών αυτών. Διαπράττει δε τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής, καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου ο κατηγορούμενος τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006, με σκοπό να βλάψει την εγκαλούσα, απέκρυψε από αυτήν τα σώματα των υπ’ αριθμ. …, …, …, …, …, … και … των ανωτέρω επιταγών, παρά τη εκφρασμένη θέλησή της να της τα παραδώσει”. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, από την οποία το σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και της υπεξαγωγής εγγράφων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 98, 216 §§1, 3α και 222 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα ότι ο αναιρεσείων εξακολουθητικά, χωρίς την εντολή της εγκαλούσας και εν αγνοία της, συμπλήρωσε τα ελλείποντα στοιχεία των επιταγών που λεπτομερώς περιγράφονται στο βούλευμα, τις οποίες (επιταγές) είχε υπογράψει αυτή μόνο στη θέση του εκδότη, χωρίς όμως να έχει συμπληρώσει τα υπόλοιπα στοιχεία τους, αφαιρώντας τις επιταγές αυτές από τη εγκαλούσα χωρίς την θέλησή της, στη συνέχεια δε τις μεταβίβαζε με οπισθογράφηση σε τρίτους, προς κάλυψη των υποχρεώσεών του έναντι αυτών, περαιτέρω δε ότι στην κατάρτιση των επιταγών αυτών προέβη αυτός προκειμένου να παραπλανήσει με την χρήση αυτών του τρίτους κομιστές τους ως προς την ύπαρξη των ενσωματωμένων σ’ αυτές απαιτήσεών του κατά της εκδότριας, επιπροσθέτως δε με τον σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος ίσο με το άθροισμα των επιμέρους ποσών των επιταγών αυτών, βλάπτοντας ταυτόχρονα κατά το ίδιο ποσό την περιουσία της εκδότριας. Εξάλλου, το Συμβούλιο Εφετών, καίτοι δεν είχε υποχρέωση, αφού ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πλαστογραφίας στηριζόταν στο ύψος του συνολικού οφέλους που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και την αντίστοιχη συνολική ζημία της παθούσας, ως εκ περισσού και με επαρκή αιτιολογία στήριξε την κρίση του περί της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της πράξης της πλαστογραφίας, στο ότι αυτός τέλεσε την πράξη αυτή κατ’ εξακολούθηση με τον σκοπό να πορισθεί εισόδημα από αυτήν(Α.Π 157/2002 Ποιν Χρον. ΝΒ 886). Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το βούλευμα παραβίασε εκ πλαγίου την διάταξη του άρθρου 216 του Π.Κ, μη προσδιορίζοντας ποια ήταν η συμφωνία μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας σχετικά με την συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων των επιταγών, είναι αβάσιμη γιατί το Συμβούλιο δεν δέχεται την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας ή συναίνεσης, σχετικά με το ζήτημα αυτό. Αντιθέτως το Συμβούλιο δέχεται ότι ο αναιρεσείων αφαιρούσε τις επιταγές αυτές, παραδοχή η οποία αποκλείει την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την παραδοχή του Συμβουλίου (2ο φύλλο οπίσθια σελίδα) ότι ” όταν η εγκαλούσα προμηθεύτηκε μπλοκ επιταγών από την τράπεζα Eurobank, ο κατηγορούμενος άρχισε να την πιέζει να υπογράψει τα φύλλα των επιταγών, χωρίς όμως να συμπληρώνει αυτά με χρηματικά ποσά. Παρά τις διαμαρτυρίες της εγκαλούσας να μη συμπληρώνει αυτές με μεγάλα χρηματικά ποσά, ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε στις υποδείξεις της …”, γιατί οι παραδοχές περί άσκησης “πιέσεων” και “διαμαρτυριών” της εγκαλούσας, δεν είναι συμβατές με την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας. Τέλος το Συμβούλιο αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του περί υπεξαγωγής των επίμαχων επιταγών, δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων αρνήθηκε να παραδώσει αυτές στην εγκαλούσα, ενόψει του ότι απόκρυψη εγγράφου συνιστά και η άρνηση παράδοσής του στον νόμιμο ιδιοκτήτη του. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετες από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Μετά από όλα αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις της εκβίασης που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα και φέρονται ότι έχουν τελεσθεί κατά το από 21-7-2004 έως 31-12-2004 χρονικό διάστημα, να απορριφθεί δε κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω :
Να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις της εκβίασης που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα και φέρονται ότι έχουν τελεσθεί κατά το από 21-7-2004 έως 31-12-2004 χρονικό διάστημα, να απορριφθεί δε κατά τα λοιπά.
Αθήνα 27 Ιανουαρίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Παντελής”.
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημοσίας ή ιδιωτικής φύσης. Πλαστογραφία με την ειδικότερη μορφή της νόθευσης εγγράφου υπάρχει στην περίπτωση συμπλήρωσης από το λήπτη λευκής επιταγής με περιεχόμενο αντίθετο ή διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά με τον εκδότη, ενώ η περίπτωση συμπλήρωσης επιταγής που φέρει μόνο την υπογραφή του εκδότη δια καταχρήσεως εν λευκώ τεθείσης υπογραφής του θεωρείται ως κατάρτιση πλαστού εγγράφου εφόσον βεβαίως συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία της ποινικής υπόστασης του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται έγγραφο αφού το χαρτί της λευκής επιταγής δεν ενσωματώνει εξωτερίκευση ανθρώπινης σκέψης. Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ ή η πλαστογραφία τελέστηκε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρο 216 παρ. 3 ΠΚ). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 222 ΠΚ προκύπτει ότι στοιχεία του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων είναι: α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, του οποίου ο δράστης δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικός κύριος ή κάποιος άλλος έχει το δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου να ζητήσει την παράδοση ή επίδειξη και β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου αυτού. Απόκρυψη είναι η πράξη ή παράλειψη συνεπεία της οποίας στερείται της χρήσης του εγγράφου αυτός που έχει το σχετικό δικαίωμα, καταστροφή δε πράξη συνεπεία της οποίας το έγγραφο παύει να υπάρχει γ) ενέργεια των πράξεων αυτών από την πλευρά του δράστη προς το σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου ή αυτού που δικαιούται απλώς την επίδειξη ή παράδοση του, αδιάφορα αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε και δ) δόλος που ενέχει τη γνώση ότι ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκρυψης, βλάβης ή καταστροφής αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ. 1 στοιχ. γ’ του άρθρου 385 ΠΚ προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης στη βασική του μορφή, απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφαση του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων 307 επόμ. 314, 320, 321, 339 και 343 ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, είτε του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’ και 484 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγλέτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για τον λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σε αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι μερικότερες πράξεις της εκβίασης κατ’ εξακολούθηση, που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα, φέρονται ότι έχουν τελεσθεί κατά το χρονικό διάστημα από 21-7-2004 έως 31-12-2004. Το αξιόποινο των πράξεων αυτών, διωκομένων και τιμωρουμένων σε βαθμό πλημμελήματος, εξαλείφθηκε ήδη δια παραγραφής, διότι από το χρόνο της τέλεσης τους μέχρι σήμερα, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς εντός αυτού να επέλθει αναστολή της παραγραφής για οποιοδήποτε λόγο. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.Ι στοιχ. δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το 3342/ 2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί α) για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα από την οποία το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, β) εκβίαση κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος, γ) υπεξαγωγή εγγράφων, δ) εξύβριση και ε) απειλή. Μετά από έφεση του αναιρεσείοντος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1491/ 2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την κατ’ αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις της εκβίασης που είχαν τελεστεί κατά το από μηνός Ιανουαρίου 2004 έως 20-07-2004 χρονικό διάστημα ενώ απέρριψε την έφεση του κατ’ ουσίαν και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα κατά τις παραπεμπτικές διατάξεις του. Με το βούλευμα αυτό, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, αφού αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος προσδιορίζονται, δέχτηκε ανελέγκτως σε σχέση με τις πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων ως προς τις οποίες και περιορίζεται στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρετικός έλεγχος εν όψει του ότι για την εκβίαση θα παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά τα ανωτέρω λόγω παραγραφής με την κρινόμενη δε αίτηση δεν προσβλήθηκαν οι περί εξύβρισης και απειλής διατάξεις του προβαλλομένου βουλεύματος ότι: Ο εκκαλών κατηγορούμενος, ο οποίος επαγγέλλεται τον προπονητή ποδοσφαίρου και είναι γνωστός παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, είχε συνάψει από τις αρχές του έτους 2002 αισθηματικό δεσμό με την εγκαλούσα Ψ, δικηγόρο, η οποία όμως δεν ασκούσε δικηγορία αλλά ασχολείτο επαγγελματικά με την δημοσιογραφία. Οι πρώτοι μήνες της γνωριμίας τους ήταν ανέφελοι. Όμως από το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, αντιμετωπίζοντας ο εκκαλών ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα, πρότεινε στην εγκαλούσα να προμηθεύεται στο όνομα της πιστωτικές κάρτες και να συνάπτει καταναλωτικά δάνεια, ακόμη δε να προμηθεύεται μπλοκ επιταγών από διάφορες τράπεζες, προκειμένου να κάνει χρήση τους ο ίδιος, επειδή αυτός, όντας καταχωρημένος στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε, δεν είχε την δυνατότητα να προμηθευτεί πιστωτικές κάρτες και μπλοκ επιταγών. Η εγκαλούσα ενέδωσε στις φορτικές του προτροπές και πιέσεις και ήδη από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2002 άρχισε να συνάπτει δάνεια και να προμηθεύεται πιστωτικές κάρτες και μπλοκ επιταγών από διάφορες τράπεζες. Στη συνέχεια και υπό την ασφυκτική ψυχολογική πίεση του εκκαλούντος, ο οποίος την απειλούσε ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της με τις επιθυμίες του, θα διέκοπτε τον μεταξύ τους αισθηματικό δεσμό, η εγκαλούσα υπέγραφε τις επιταγές που περιείχε κάθε μπλοκ και μετά ταύτα ασυμπλήρωτες αυτές κατά τα υπόλοιπα στοιχεία τους (πληρωτέο ποσό, τόπο και χρόνο έκδοσης κ.λ.π), κατέληγαν στον εκκαλούντα υπό τις συνθήκες που θα εκτεθούν κατωτέρω, ο οποίος αφού συμπλήρωνε τα ελλείποντα στοιχεία τους, τις μεταβίβαζε με οπισθογράφηση σε διάφορους τρίτους, καλύπτοντας έτσι προσωπικές του υποχρεώσεις έναντι αυτών. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά των παραδοχών του, τα εξής σχετικά με τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων : “Ωσαύτως ο κατηγορούμενος φέρεται ότι στις 18-3-2003, αφού, κατά τα ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα Ψ να προβεί στο άνοιγμα του υπ’ αριθμ. … λογαριασμού στην Τράπεζα Eurobank (υποκατάστημα …) και να εκδώσει δεσμίδα επιταγών, η οποία περιείχε τις υπ’ αριθμ. … έως … επιταγές, στη συνέχεια αφού έπεισε την παθούσα να υπογράψει και τα δέκα φύλλα των εν λόγω επιταγών, αφαίρεσε αυτές από την κατοχή της ενώ ήταν λευκές κατά τα λοιπά στοιχεία τους, και συμπλήρωσε αυτές εν αγνοία της εγκαλούσας και χωρίς την συναίνεση της, ως ακολούθως: α) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “31-12-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “276.780” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον …, β) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “15-7-2003”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε σε πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου έχουν διαγραφεί από το σώμα της επιταγής και δεν έγιναν γνωστά κατά την διάρκεια της ανάκρισης, γ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “15-5-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … και αυτός με την σειρά του στον …, δ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “31-3-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “280.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . 2) στις 4-3-2003, αφού, κατά τα ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα Ψ να προβεί στο άνοιγμα του υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού στην Τράπεζα Alpha Bank (υποκατάστημα …) και να εκδώσει δεσμίδα επιταγών, στη συνέχεια αφού έπεισε την παθούσα να υπογράψει όλα τα φύλλα των εν λόγω επιταγών, αφαίρεσε αυτές από την κατοχή της ενώ ήταν λευκές κατά τα λοιπά στοιχεία τους, και συμπλήρωσε αυτές εν αγνοία της και χωρίς την συναίνεση της, ως ακολούθως: α) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “10-10-2003 “, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “3.300” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . β) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε ” 28-7-2004″, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “10.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογραφησε και την μεταβίβασε στον … . γ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “30-6-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “25.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογραφησε και την μεταβίβασε στην εταιρεία με την επωνυμία “ΓΕ.ΕΜΤΕΧ Ε.Π.Ε”, δ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “22-2-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “9.700” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογραφησε και την μεταβίβασε στον … . ε) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “1-2-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “7.500” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογραφησε και την μεταβίβασε στον … . 3) στις 18-2-2004, αφού, κατά τα ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα Ψ να προβεί στο άνοιγμα του υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού στην Εθνική Τράπεζα (υποκατάστημα …) και να εκδώσει μπλοκ επιταγών, το οποίο περιείχε τις υπ’ αριθμ. … έως … επιταγές, στη συνέχεια αφού έπεισε την παθούσα να υπογράψει όλα τα φύλλα των εν λόγω επιταγών, αφαίρεσε αυτές από την κατοχή της ενώ ήταν λευκές κατά τα λοιπά στοιχεία τους, και συμπλήρωσε αυτές εν αγνοία της και χωρίς την συναίνεση της, ως ακολούθως: α) στην υπ’ αριθμ. …επιταγή, αφού έβαλε την εγκαλούσα να συμπληρώσει την ημερομηνία 15-12-2004 και να την εκδώσει σε διαταγή αυτής της ίδιας και να την οπισθογραφήσει, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “10.500” ευρώ. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού την μεταβίβασε στον … . β) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, αφού έβαλε την εγκαλούσα να συμπληρώσει την ημερομηνία 15-12-2004 και να την εκδώσει σε διαταγή αυτής της ίδιας και να την οπισθογραφήσει, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “11.000” ευρώ. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον …, γ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “28-2-2005”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “9.700” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . δ) στην υπ’ αριθμ…. επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “6-3-2005 “, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “13.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . ε) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “30-6-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “13.000”ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον …, στ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “18-6-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “8.000” ευρώ και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την μεταβίβασε στον … . ζ) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “30-7-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογραφησε και την μεταβίβασε σε πρόσωπο του οποίου τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης και μετά από σειρά αδιάκοπων οπισθογραφήσεων κατέληξε στον τελευταίο κομιστή … . η) στην υπ’ αριθμ. … επιταγή, στη θέση του τόπου έκδοσης ανέγραψε την λέξη “…”, στη θέση της ημερομηνίας ανέγραψε “10-7-2004”, στη θέση του ποσού ανέγραψε αριθμητικώς και ολογράφως “15.000” και εμφάνισε τον εαυτό του ως εις διαταγή δικαιούχο της επιταγής αυτής. Ακολούθως, έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, αφού στη συνέχεια την οπισθογραφησε και την μεταβίβασε αρχικά σε πρόσωπο του οποίου τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά κατά την ανάκριση και μετά από σειρά αδιάκοπων οπισθογραφήσεων, κατέληξε στον τελευταίο κομιστή της … . Τις παραπάνω επιταγές πλαστογράφησε προκειμένου να παραπλανήσει με την χρήση τους τα πρόσωπα προς τα οποία τις οπισθογραφησε, σχετικά με το γεγονός ότι δήθεν αυτές (επιταγές) είχαν εκδοθεί νόμιμα από την ίδια την εγκαλούσα σε διαταγή του και έτσι αυτός ήταν νόμιμος κομιστής τους. Με τις παραπάνω πράξεις του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος ισόποσο με το κεφάλαιο των επιταγών αυτών που συνολικά ανέρχεται σε 737.480 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της εγκαλούσας αλλά και των κομιστών αυτών. Διαπράττει δε τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής, καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου ο κατηγορούμενος τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006, με σκοπό να βλάψει την εγκαλούσα, απέκρυψε από αυτήν τα σώματα των υπ’ αριθμ. …, …, …, …, …, … και … των ανωτέρω επιταγών, παρά τη εκφρασμένη θέληση της να της τα παραδώσει”. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άνω άρθρων που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και ορθά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθεται με πληρότητα και σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων χωρίς την εντολή της εγκαλούσας και εν αγνοία της συμπλήρωσε τα ελλείποντα στοιχεία των επιταγών που αναφέρονται σε αυτό (βούλευμα) και τις οποίες (επιταγές) είχε υπογράψει αυτή μόνο στη θέση του εκδότη χωρίς όμως να έχει συμπληρώσει και τα υπόλοιπα στοιχεία τους και τις οποίες ο αναιρεσείων αφαίρεσε από την εγκαλούσα χωρίς της θέληση της, στη συνέχεια δε τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση σε τρίτους προς κάλυψη υποχρεώσεων του. Περαιτέρω εκτίθεται ότι στην κατάρτιση των επιταγών αυτών ο αναιρεσείων προέβη προκειμένου να παραπλανήσει με τη χρήση τους τρίτους κομιστές τους ως προς την ύπαρξη των ενσωματωμένων σε αυτές απαιτήσεων του κατά της εκδότριας εγκαλούσας, τούτο δε έπραξε με το σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με το άθροισμα των ποσών των επιταγών αυτών βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό κατά το ίδιο ποσό την περιουσία της εγκαλούσας. Εξάλλου, το Συμβούλιο Εφετών, ενώ δεν είχε υποχρέωση αφού, ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πλαστογραφίας στηριζόταν στο ύψος του συνολικού οφέλους που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και την αντίστοιχη συνολική ζημία της παθούσας, εκ περισσού και με επαρκή αιτιολογία στήριξε την κρίση του περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της πράξης της πλαστογραφίας και δη στο ότι αυτός την πράξη αυτή την τέλεσε κατ’ εξακολούθηση και με σκοπό να ποριστεί εισόδημα από αυτή. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι εκ πλαγίου παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ αφού δεν προσδιορίζεται ποια ήταν η συμφωνία μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας σχετικά με τη συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων των επιταγών είναι αβάσιμη διότι το Συμβούλιο Εφετών δεν δέχτηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας ή συναίνεσης ως προς το σχετικό τούτο ζήτημα. Αντιθέτως δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων αφαιρούσε τις επιταγές αυτές από την εγκαλούσα, παραδοχή η οποία αποκλείει την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ τους. Εξάλλου το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του επαρκώς αιτιολογεί την κρίση του περί υπεξαγωγής των αναφερομένων επιταγών αφού δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων αρνήθηκε να παραδώσει τις επιταγές αυτές στην εγκαλούσα. Όθεν, οι περί το αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β’ και δ’ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Επομένως η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις της εκβίασης που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα και φέρονται ότι έχουν τελεστεί κατά το από 21-07-2004 έως 31-12-2004 χρονικό διάστημα και απορριφθεί κατά τα λοιπά ως αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την αίτηση αναίρεσης εν μέρει.
Παύει οριστικά την κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για τις πράξεις της εκβίασης που φέρονται ότι τελέστηκαν σε βάρος της εγκαλούσας κατά το από 21-07-2004 έως 31-12-2004 χρονικό διάστημα.
Απορρίπτει την κρινόμενη υπ’ αριθ. 194/ 16-10-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου …, για αναίρεση του 1491/ 2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών κατά τα λοιπά.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

To Top