Είναι δυνατή η εκτέλεση ευρ. εντάλματος σύλληψης όταν ορισμένες από τις επιμέρους πράξεις που τιμωρούνται ως ενιαίο ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος έκδοσης δεν είναι ποινικώς κολάσιμες στο κράτος μέλος εκτέλεσης;

121

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα Αθ Ράντου: Η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρ. εντάλματος σύλληψης για τον συγκεκριμένο λόγο

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τις δημοσιευθείσες στις 31-03-2022 προτάσεις του, ο Έλληνας γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Αθανάσιος Ράντος πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τον λόγο ότι ορισμένες από τις επιμέρους πράξεις που τιμωρούνται ως ενιαίο ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος δεν είναι ποινικώς κολάσιμες στο κράτος μέλος εκτελέσεως.

Εξάλλου, σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα Αθ. Ράντο, η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου, στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πληρούται εφόσον το έννομο αγαθό το οποίο προστατεύεται από το κράτος μέλος εκτελέσεως είναι αντίστοιχο με το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο κράτος μέλος εκδόσεως.

Ιστορικό της υπόθεσης

Το 2009 ο KL καταδικάστηκε από την ιταλική δικαιοσύνη, μεταξύ άλλων, σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών, η οποία επιβλήθηκε για επτά πράξεις που διώκονται κατά το ιταλικό δίκαιο υπό τον ενιαίο νομικό χαρακτηρισμό του αδικήματος της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας» και τελέστηκαν στη διάρκεια διαδήλωσης κατά της συνόδου του G8 στη Γένοβα (Ιταλία) το 2001. Συλληφθείς στη Γαλλία, ο KL δεν συγκατατέθηκε στην παράδοσή του κατ’ εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εξέδωσαν οι ιταλικές δικαστικές αρχές. Το 2020, το δικαστικό συμβούλιο του cour d’appel d’Angers (εφετείου Angers, Γαλλία) αρνήθηκε την παράδοση του KL με την αιτιολογία ότι, εκ των επτά πράξεων που συγκροτούν το αδίκημα για το οποίο απαγγέλθηκε η καταδίκη από την ιταλική δικαιοσύνη, οι δύο δεν συνιστούν αδίκημα κατά το γαλλικό ποινικό δίκαιο.

Το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) διερωτήθηκε κατά πόσον η διατάραξη της δημόσιας ειρήνης, την οποία το εφετείο Γένοβας και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Ιταλία) καταλόγισαν εις βάρος του KL ως ουσιώδες στοιχείο τέλεσης του ποινικού αδικήματος της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας», αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση της συνδρομής της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο αυτό διαπίστωσε, αφενός, ότι τα συστατικά στοιχεία του συγκεκριμένου αδικήματος είναι διαφορετικά στα δύο εμπλεκόμενα κράτη μέλη και, δεύτερον, ότι ορισμένες από τις πράξεις τις οποίες αφορά το εν λόγω αδίκημα δεν είναι ποινικώς κολάσιμες στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Επομένως, το Δικαστήριο κλήθηκε να διευκρινίσει το περιεχόμενο της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου, κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ(link is external), για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών.

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Αθανάσιος Ράντος πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ότι, υπό τις συνθήκες τις οποίες περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου συνεπάγονται ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι εκτελεστέο.

Κατ’ αρχάς, υπενθύμισε ότι το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στο κράτος μέλος εκτελέσεως τη δυνατότητα να εξαρτήσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την εκτέλεση της ποινής από την προϋπόθεση συνδρομής του κριτηρίου του διττού αξιοποίνου. Δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα της αρχής της αναγνώρισης της καταδικαστικής αποφάσεως και της εκτέλεσης της ποινής, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρνησης ο οποίος αντλείται από την έλλειψη διττού αξιοποίνου πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ούτως ώστε οι περιπτώσεις μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης να είναι περιορισμένες.

Όσον αφορά ειδικότερα την εκτίμηση του διττού αξιοποίνου, επεσήμανε ότι αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την εκτίμηση του διττού αξιοποίνου είναι οι πράξεις οι οποίες οδήγησαν στην καταδίκη στο κράτος εκδόσεως να συνιστούν αδίκημα και στο κράτος εκτελέσεως, όπερ σημαίνει ότι δεν απαιτείται τα αδικήματα να είναι πανομοιότυπα σε αμφότερα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.

Ο γενικός εισαγγελέας πρόσθεσε επ’ αυτού ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται εφόσον τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος θα επέσυραν επίσης ποινικές κυρώσεις και στο κράτος μέλος εκτελέσεως εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του. Υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν απαιτείται να υπάρχει πλήρης ταύτιση ούτε μεταξύ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, όπως αυτό χαρακτηρίζεται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως και στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως αντιστοίχως, ούτε ως προς την ονομασία του αδικήματος ή την ταξινόμησή του στα αντίστοιχα εθνικά δίκαια. Συνεπώς, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως οφείλει να ελέγξει εάν, στην περίπτωση που το επίμαχο αδίκημα είχε διαπραχθεί στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, θα θεωρούνταν ότι έχει προσβληθεί κάποιο αντίστοιχο έννομο αγαθό, προστατευόμενο από το εθνικό του δίκαιο. Παρατήρησε δε ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου πληρούται στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι οι πράξεις που συγκροτούν το αδίκημα της «φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και λεηλασίας» είναι ποινικώς κολάσιμες στη Γαλλία και τιμωρούνται λόγω προσβολής του έννομου αγαθού της προστασίας των ιδιοκτητών των οικείων πραγμάτων. Επομένως, το έννομο αγαθό το οποίο προστατεύεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως είναι αντίστοιχο με το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο κράτος μέλος εκδόσεως.

Εξάλλου, κατά τον γενικό εισαγγελέα, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος, του πλαισίου και του σκοπού της αποφάσεως-πλαισίου, αυτή δεν απαιτεί το σύνολο των πράξεων που συγκροτούν ενιαίο αδίκημα για το οποίο έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να συνιστούν αδίκημα στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Ως εκ τούτου, η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου πληρούται ακόμη και αν ορισμένες μόνον εκ των πράξεων που συγκροτούν το ενιαίο αδίκημα είναι ποινικώς κολάσιμες στο κράτος μέλος εκτελέσεως.

Ο γενικός εισαγγελέας επεσήμανε, όσον αφορά την αναλογικότητα της ποινής, ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μόνο από τις προϋποθέσεις που καθορίζει το δίκαιο της Ένωσης, ενώ ο τυχόν δυσανάλογος χαρακτήρας της ποινής δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων μη εκτελέσεως τους οποίους προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο. Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι περιορισμοί στις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να γίνουν δεκτοί «υπό εξαιρετικές περιστάσεις». Ωστόσο, κατά τον γενικό εισαγγελέα, απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι πράξεις οι οποίες διώκονται στο πλαίσιο ενιαίου ποινικού αδικήματος στο κράτος μέλος εκδόσεως δεν συνιστούν στο σύνολό τους αδίκημα στο κράτος μέλος εκτελέσεως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατάφαση νέας «εξαιρετικής περιστάσεως», σε περίπτωση που τα θεμελιώδη δικαιώματα του εκζητούμενου έγιναν σεβαστά στο κράτος μέλος εκδόσεως.

Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας κατέληξε ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος για την εκτέλεση ποινής, σε περίπτωση που η ποινή έχει επιβληθεί για την τέλεση από τον εκζητούμενο περισσότερων πράξεων, οι οποίες τιμωρούνται ως ενιαίο αδίκημα στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, ενώ ορισμένες εκ των πράξεων αυτών δεν είναι ποινικώς κολάσιμες στο κράτος μέλος εκτελέσεως.

Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο(link is external) των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA