ΑΠ 50/2016 Αναίρεση απόφασης Εφετείου που έκρινε συνυπαιτιότητα σε τροχαίο ατύχημα. Πραγματικά περιστατικά. Διδάγματα κοινής πείρας. Αιτιώδης συνάφεια. Υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ανέφικτος έλεγχος της υπαιτιότητας του οδηγού της μηχανής.

Αριθμός 50/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου -Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Σοφία Ντάντου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 6 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: …, κατοίκου Περιστερίου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Τσουλφίδου.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) …, κατοίκου Αλίμου Αττικής και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «GENERALI HELLAS ΑΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σωτηρία Βελέντζα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-11-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1992/2012 μη οριστική, 1446/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4497/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-2-2015 αίτηση του.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Σακκάς διάβασε την από 22-10-2015 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 12-2-2015 αιτήσεως για αναίρεση της 4497/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τους πρώτο και πέμπτο λόγους της. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή της παράλειψης αυτού και η ύπαρξη μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε αιτιώδους συνάφειας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικό να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή, από το δικαστήριο της ουσίας, των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συναφείας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. Γ.Π.Ν./1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων οχημάτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Εξάλλου, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν θεμελιώνει αυτή καθαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθέντος αποτελέσματος. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως που προβλέπεται από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, διότι δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει ν’ αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το ουσιαστικό δικαίωμα, έτσι ώστε τα περιστατικά αυτά να μην προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, με αποτέλεσμα εξαιτίας των ελλείψεων αυτών της αποφάσεως να μην είναι δυνατόν να ελεγχθεί αναιρετικώς αν ορθώς ή όχι εφαρμόστηκε ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, τον οποίον το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε ως προς την υπαιτιότητα των εμπλακέντων οδηγών στο ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα τα ακόλουθα περιστατικά: «Στις 10-4-2011, ημέρα Κυριακή και περί ώρα 05.15, ο ενάγων …, 45 ετών τότε, άγαμος, κάτοικος Πειραιά, οδηγούσε τη ΒΕΑ – … δίκυκλη μοτοσικλέτα, της κυριότητας του, στην οδό Χαμοστέρνας, στην Αθήνα, με κατεύθυνση από Αθήνα προς Πειραιά. Η πρώτη εναγομένη …, 27 ετών, ιδιωτική υπάλληλος, οδηγούσε το ΧΚΜ – … ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγομένη, ασφαλιστική εταιρεία «GENERALI HELLAS ΑΑΕ», στην κάθετη προς την παραπάνω οδό Αλκμήνης, με κατεύθυνση από την οδό Πάλλαντος προς την οδό Χαμοστέρνας, από δεξιά προς τα αριστερά ως προς την πορεία της μοτοσικλέτας. Φθάνοντας στη συμβολή των πιο πάνω οδών, όπου η προτεραιότητα ρυθμιζόταν με πινακίδα Ρ-2 (STOP), η πρώτη εναγομένη πραγματοποίησε ελιγμό δεξιά για να κινηθεί μέσω της οδού Χαμοστέρνας προς Πειραιά. Εισήλθε στο μέσον περίπου του (πλάτους 6,70 μέτρων) οδοστρώματος του ρεύματος της οδού Χαμοστέρνας προς Πειραιά, ευθυγραμμίστηκε και ενώ βρισκόταν σε απόσταση 20 περίπου μέτρων από τη συμβολή, προσέκρουσε στο πίσω δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου της, με το εμπρόσθιο πλάγιο αριστερό τμήμα της, η μοτοσικλέτα του ενάγοντος. Στη συνέχεια η μοτοσικλέτα ανατράπηκε και αφού σύρθηκε προς τα εμπρός, προσέκρουσε στο IBM – … ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν σταθμευμένο στο δεξιό του ρεύματος της οδού Χαμοστέρνας προς Πειραιά και σε απόσταση 22,60 μέτρων μετά τη συμβολή με την οδό Αλκμήνης, κατόπιν ακινητοποιήθηκε επί της δεξιάς λωρίδας, εμπρός από το σταθμευμένο αυτοκίνητο, ενώ ο ενάγων εκτινάχθηκε αρχικά στο πίσω δεξιό παρμπρίζ του αυτοκινήτου και μετά στο οδόστρωμα. Το αυτοκίνητο της πρώτης εναγομένης, μετά τη σύγκρουση, κινήθηκε διαγώνια προς τα αριστερά και ακινητοποιήθηκε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, αφού προσέκρουσε με την εμπρόσθια αριστερή γωνία του στις προστατευτικές μπάρες μεταξύ των δύο ρευμάτων της οδού Χαμοστέρνας. Κατά τον πιο πάνω χρόνο, στο προαναφερόμενο σημείο της, η οδός Χαμοστέρνας ήταν ευθεία, διπλής κατευθύνσεως, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας στο ρεύμα της προς Πειραιά, συνολικού πλάτους 6,70 μέτρων. Στο δεξιό αυτής, ως προς την πορεία της μοτοσικλέτας, συνέβαλα κάθετα η οδός Αλκμήνης, η οποία ήταν επίσης διπλής κατευθύνσεως με πλάτος οδοστρώματος 8 μέτρα. Το οδόστρωμα ήταν ξηρό, ο τεχνητός φωτισμός επαρκής, η κυκλοφορία των οχημάτων κανονική και το όριο ταχύτητας 50 χιλιόμετρα την ώρα (άρθρο 20 του ΚΟΚ – κατοικημένη περιοχή). Η προτεραιότητα στη συμβολή ρυθμιζόταν, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, με πινακίδα STOP, η οποία υπήρχε επί της οδού Αλκμήνης. Στο δεξιό του ρεύματος της οδού Χαμοστέρνας προς Πειραιά, όπου εκινείτο η μοτοσικλέτα και πριν τη συμβολή αυτής με την οδό Αλκμήνης υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, τα οποία περιόριζαν την ορατότητα των διαδίκων οδηγών. Σταθμευμένα αυτοκίνητα υπήρχαν ακόμη στο δεξιό του ρεύματος της οδού Χαμοστέρνας προς Πειραιά και μετά τη συμβολή με την οδό Αλκμήνης και σε απόσταση 22,60 μέτρων από αυτή. Το ατύχημα οφείλεται σε συνυπαιτιότητα τόσο της πρώτης εναγομένης όσο και του ίδιου του ενάγοντος. Η αμέλεια της πρώτης συνίσταται στο ότι οδηγούσε το αυτοκίνητο της χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 του ΚΟΚ και έτσι, όταν πλησίασε στη συμβολή των οδών Αλκμήνης και Χαμοστέρνας δεν διέκοψε την πορεία της πριν την πινακίδα STOP, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ΚΟΚ, ώστε να ελέγξει από αριστερά της την κυκλοφορία και περαιτέρω, όταν έφθασε στο σημείο της συμβολής, στο ύψος των σταθμευμένων αυτοκινήτων, τα οποία περιόριζαν από αριστερά της την ορατότητα, δεν διέκοψε και πάλι την πορεία της για να ελέγξει από αριστερά την κυκλοφορία, οπότε θα αντιλαμβανόταν τη μοτοσικλέτα που πλησίαζε και θα ανέμενε τη διέλευση της, παραχωρώντας της προτεραιότητα. Αντίθετα συνέχισε την κίνηση της προς το κέντρο της συμβολής, πραγματοποιώντας ανοιχτά τη δεξιά στροφή και έτσι κατέλαβε το κέντρο και όχι το δεξιό του οδοστρώματος, αποκλείοντας την πορεία της μοτοσικλέτας, η οποία εκινείτο επίσης στο κέντρο του οδοστρώματος του ρεύματος της. Η προηγούμενη κατανάλωση αλκοολούχων ποτών από την πρώτη εναγομένη, με συγκέντρωση οινοπνεύματος στον οργανισμό της 0,13 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα δεν συντέλεσε κατά οποιοδήποτε τρόπο στο ατύχημα, ενώ συντέλεσε αιτιωδώς η παραβίαση από μέρους της ρυθμιστικής πινακίδας STOP. Η αμέλεια του ενάγοντος συνίσταται στο ότι οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του επίσης χωρίς σύνεση και προσοχή και με αυξημένη για την περιοχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν (κατοικημένη περιοχή – νύχτα) ταχύτητα, η οποία, όπως συνάγεται από τη σφοδρότητα πρόσκρουσης επί του αυτοκινήτου μέχρι του σημείου να εκτιναχθεί το σώμα του στο πίσω δεξιό παρμπρίζ, υπερέβαινε τα 50 χιλιόμετρα την ώρα (παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 3 του ΚΟΚ) και έτσι, πλησιάζοντας στη συμβολή με την οδό Αλκμήνης, όταν, ευρισκόμενος σε απόσταση 30 περίπου μέτρων από αυτή, αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο της πρώτης εναγομένης να εισέρχεται στη συμβολή, εξερχόμενο από το ύψος των σταθμευμένων αυτοκινήτων, λόγω της αυξημένης ταχύτητας του, δεν τροχοπέδησε, χειρισμό που θα μπορούσε να εκτελέσει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα εάν εκινείτο με την ενδεδειγμένη ταχύτητα των 40 χιλιομέτρων την ώρα. Το ποσοστό συνυπαιτιότητας καθενός ανέρχεται σε 70% για την πρώτη εναγομένη και σε 30% για τον ενάγοντα…». Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της συνυπαιτιότητας του αναιρεσείοντος οδηγού για το ένδικο τροχαίο ατύχημα. Ειδικότερα δεν διευκρινίζει αν ο αναιρεσείων οδηγός, κινούμενος με την ενδεδειγμένη, κατά τις παραδοχές, ταχύτητα 40 Χ/Ω, θα μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, ούτε αν η τροχοπέδηση της μοτοσικλέτας θα απέτρεπε τη σύγκροΧιση με το όχημα της πρώτης αναιρεσίβλητης οδηγού και τέλος δεν εξηγεί σαφώς αν η υπέρβαση της ταχύτητας των 50 Χ/Ω συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενόψει του ότι μόνη η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν θεμελιώνει αυτή καθαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος. Έτσι καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της υπαιτιότητας του αναιρεσείοντος για το ένδικο ατύχημα. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Αφού έτσι ακυρώνεται στο σύνολο της η απόφαση, παρέλκει η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος που κατέθεσε και προτάσεις (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Αναιρεί την 4497/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ανωτέρω δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.

Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Και

 

Διατάζει να επιστραφεί στον αναιρεσείοντα το παράβολο που κατέθεσε.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2015.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 18 Ιανουαρίου 2016.

 

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/ap%2050_2016.htm

 

To Top