Απόκρυψη βασικών στοιχείων δικογραφίας, χαρακτηρισμένων ως απόρρητων, σε δίκη εναντίον αστυνομικού! Παραβίαση δίκαιης δίκης

99

ΑΠΟΦΑΣΗ

Corneliu Corneschi κατά Ρουμανίας της 11.01.2022 ( αριθ. προσφ. 21609/16) 

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πρόσβαση σε έγγραφα της δικογραφίας, αντισταθμιστικοί παράγοντες σε περίπτωση άρνησης του δικαστηρίου σε πρόσβαση εγγράφων για λόγους εθνικής ασφαλείας και δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Ο προσφεύγων όσο υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών του καθ’ ού κράτους διώχθηκε για διάφορα πλημμελήματα, αφαιρέθηκε η άδειά του και απολύθηκε από την υπηρεσία. Σε όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε ουσιώδη έγγραφα, που δεν περιελήφθησαν στη δικογραφία, ώστε να τα μελετήσει και να ενημερωθεί, λόγω του ότι τα έγγραφα είχαν χαρακτηριστεί ως απόρρητα. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι τα δικαιώματα βάσει του άρθρου 6 § 1 δεν είναι απόλυτα και σε αυτά περιλαμβάνεται και το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στα αποδεικτικά στοιχεία. Στις ποινικές υποθέσεις, διαπίστωσε ότι τα ανταγωνιστικά συμφέροντα όπως η εθνική ασφάλεια ή η ανάγκη προστασίας μαρτύρων που κινδυνεύουν από αντίποινα ή η διατήρηση μυστικών αστυνομικών μεθόδων έρευνας κατά της εγκληματικότητας πρέπει να σταθμίζονται έναντι των δικαιωμάτων του διαδίκου στη διαδικασία.

Στην εξεταζομένη υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αιτιολόγησαν επαρκώς τους λόγους εθνικής ασφάλειας που επέβαλαν την μη αποκάλυψη στον προσφεύγοντα αποδεικτικών στοιχείων. Ο δικηγόρος του δεν είχε καμία δυνατότητα εξακρίβωσης των κατηγοριών εναντίον του προσφεύγοντος πελάτη του ούτε ήταν σε θέση να διασφαλίσει την αποτελεσματική υπεράσπισή του, ώστε να μπορέσει να αντισταθμίσει, με επαρκή τρόπο, τους περιορισμούς που τον επηρέαζαν κατά την άσκηση των υπερασπιστικών καθηκόντων του.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στα δικαιώματα του προσφεύγοντος στην κατ’ αντιμωλία διαδικασία και στην ισότητα των όπλων δεν αντισταθμίστηκαν στις εσωτερικές διαδικασίες ως εκ τούτου παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.700 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Corneliu Corneschi, είναι Ρουμάνος υπήκοος που γεννήθηκε το 1970 και ζει στο Botoșani (Ρουμανία)

Ο προσφεύγων ήταν αξιωματικός στη Ρουμανική Υπηρεσία Πληροφοριών (Serviciul român de informaţii) από το 1994. Η υπόθεση αφορούσε την απόφαση να αφαιρεθεί η άδεια ασφαλείας του μετά από ποινική δίωξη εναντίον του για διάφορα πλημμελήματα, για τα οποία τελικά δεν καταδικάστηκε. Επακολούθησε η απόλυση του.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε, ειδικότερα, ότι η διαδικασία κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια ασφαλείας του και η απόφαση απόλυσής του ήταν άδικη, καθώς τα δικαστήρια αρνήθηκαν την πρόσβαση σε καθοριστικά στοιχεία της δικογραφίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

(α) Γενικές αρχές

Στην υπόθεση αυτή, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την ανάκληση της άδειας ασφαλείας του για το λόγο ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο δικηγόρος του είχαν πρόσβαση στα έγγραφα της δικογραφίας ή στην απόφαση αφαίρεσης της άδειας ασφαλείας του, στο βαθμό που βασιζόταν στην ποινική δίωξη εναντίον του. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη διαδικασία στο σύνολό της, για να καθορίσει κατά πόσον οι περιορισμοί στις αρχές της ανταγωνισμού και της ισότητας των όπλων αντισταθμίζονταν επαρκώς από άλλες εγγυήσεις. Επαναλαμβάνοντας ότι τα δικαιώματα βάσει του άρθρου 6 § 1 δεν είναι απόλυτα και ότι τα συμβαλλόμενα κράτη απολαμβάνουν περιθώριο εκτίμησης στον τομέα αυτό, το Δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στα αποδεικτικά στοιχειά δεν είναι επίσης απόλυτο δικαίωμα. Στο ποινικό πλαίσιο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα ανταγωνιστικά συμφέροντα όπως η εθνική ασφάλεια ή η ανάγκη προστασίας μαρτύρων που κινδυνεύουν από αντίποινα ή διατήρησης μυστικών αστυνομικών μεθόδων έρευνας εγκλήματος πρέπει να σταθμίζονται έναντι των δικαιωμάτων του διαδίκου στη διαδικασία.

Τέλος, το Δικαστήριο τόνισε τη σκοπιμότητα των εθνικών δικαστηρίων να εξηγήσουν, έστω και συνοπτικά, την έκταση του ελέγχου που είχαν διεξαγάγει για τις κατηγορίες εναντίον του προσφεύγοντος.

Στην παρούσα υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν τις σχετικές νομικές διατάξεις και αποφάνθηκαν εξαρχής ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε ουσιώδη έγγραφα του φακέλου λόγω του ότι τα έγγραφα ήταν απόρρητα. Το εσωτερικό δίκαιο, εξάλλου, δεν επέτρεπε στα δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως εάν η διατήρηση της εθνικής ασφάλειας απαιτούσε, σε μια δεδομένη περίπτωση, την μη γνωστοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων ή εάν η απόκρυψη των εν λόγω πληροφοριών ήταν δικαιολογημένη. Επιπλέον, οι ίδιοι δεν ήταν αρμόδιοι να αποχαρακτηρίσουν τα απόρρητα δεδομένα και πληροφορίες που είχαν τεθεί στη διάθεσή τους. Θα μπορούσαν μόνο να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή τον αποχαρακτηρισμό των εν λόγω εγγράφων με σκοπό τη θέση τους στο αρχείο για μελέτη από τον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 182/2002 και το άρθρο 20 του ν. 585/2002. Συναφώς, τα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα του προσφεύγοντος να αποχαρακτηριστούν τα καθοριστικά στοιχεία, θεωρώντας ότι η διατήρηση του απορρήτου αυτών των πληροφοριών εμπόδιζε τη διάδοσή τους, η οποία θα είχε αντίκτυπο «στις νόμιμες ενέργειες ορισμένων κρατικών οργανισμών που στοχεύουν στη διασφάλιση κλίματος ασφάλειας και τάξης για μια ολόκληρη κοινότητα», λαμβάνοντας υπόψη τις πράξεις που έγιναν εναντίον του προσφεύγοντος και τις συνέπειες στο κοινό που συνεπαγόταν αυτός ο αποχαρακτηρισμός. Ωστόσο, ελλείψει οποιασδήποτε ένδειξης ως προς τις ακριβείς πράξεις που έγιναν κατά του προσφεύγοντος ή τις ακριβείς ενέργειες «ορισμένων κρατικών θεσμών», ή τουλάχιστον ποια «ιδιωτικά ή δημόσια συμφέροντα» εμπλέκονταν στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο σημείωσε την ασάφεια των εθνικών δικαστηρίων αναφερόμενη σε οποιονδήποτε συγκεκριμένο λόγο εθνικής ασφάλειας που δικαιολογούσε την μη εμφάνιση αποδεικτικών στοιχείων στον φάκελο του προσφεύγοντος. Επομένως, δεν μπορούσε παρά να συμπεράνει ότι οι πραγματικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας που, κατά τη γνώμη των αρχών, απέκλειαν την αποκάλυψη των απόρρητων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με τον προσφεύγοντα, δεν δικαιολογήθηκαν ούτε κατ΄ελάχιστον από τα εθνικά δικαστήρια.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, ο προσφεύγων είχε πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο, εκτός από τις απόρρητες πληροφορίες ότι εντούτοις είχε ενημερωθεί για τους νομικούς λόγους που διέπουν τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε βάρος του, οι οποίες υποδείκνυαν ορισμένα πραγματικά περιστατικά και, επομένως, την ουσία της υπόθεσης εναντίον του, ότι είχε δικαίωμα να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο που κατείχε πιστοποιητικό ORNISS, ευκαιρία που δεν χρησιμοποίησε και τελευταίο και το πιο σημαντικό, ότι υψηλού επιπέδου αμερόληπτα και ανεξάρτητα δικαστήρια είχαν διενεργήσει τη διαδικασία και αποφάσισαν για την αναγκαιότητα και το βάσιμο των μέτρων που ελήφθησαν εναντίον του, υπό το φως των απόρρητων εγγράφων.

Στο βαθμό που η ποινική υπόθεση που κινήθηκε εναντίον του προσφεύγοντος αρχειοθετήθηκε τελικά λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εικαζόμενες εγκληματικές πράξεις ήταν άσχετες με την ανάκληση της άδειας ασφαλείας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν συμπεριέλαβε καμία αναφορά στην εν λόγω ποινική υπόθεση στην εκτίμησή του για το εάν δόθηκαν επαρκείς πληροφορίες στον προσφεύγοντα.

Αναφερόμενο σε ό,τι ακριβώς διατυπώθηκε στον προσφεύγοντα όσον αφορά τις ουσιαστικές κατηγορίες, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σύμφωνα με την Κυβέρνηση θεωρήθηκε ότι είτε «σκόπιμα προσποιήθηκε, παρερμήνευσε ή πλαστογραφούσε πληροφορίες σχετικές με την εθνική ασφάλεια» ή ότι «δήλωσε ψευδώς στο έντυπο αίτησης ή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης για απόκτηση άδειας ασφαλείας» και ότι είχε «εκδηλώσει απιστία, ατιμία, έλλειψη διακριτικής ευχέρειας ή ηθικής αξιοπρέπειας». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εθνικές αρχές δεν απήγγειλαν ποτέ συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον του προσφεύγοντος καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που αμφισβητήθηκε από αυτόν.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι, καθώς δεν παρασχέθηκαν ποτέ συγκεκριμένες πληροφορίες στον προσφεύγοντα στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών, αυτό δεν είναι ένας παράγοντας που μπορεί να αντισταθμίσει τον περιορισμό των δικονομικών δικαιωμάτων του. Επομένως, το Δικαστήριο έπρεπε να συνεχίσει την εξέτασή του για να εξακριβώσει εάν τέθηκαν σε ισχύ άλλες εγγυήσεις προς όφελος του προσφεύγοντος. Πράγματι, ο εκτενής περιορισμός συγκεκριμένων πληροφοριών συνεπάγεται την ανάγκη για κατάλληλες αντισταθμιστικές διασφαλίσειςΣτην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει το επιχείρημα του προσφεύγοντος, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε ρητά από την Κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο, ελλείψει κάθε δυνατότητας, ένας δικηγόρος της ORNISS να αποκαλύψει τις απόρρητες πληροφορίες στον πελάτη του και να του ζητήσει πραγματικά εξήγηση, οποιαδήποτε υπεράσπιση, ακόμη και από δικηγόρο της ORNISS, θα ήταν αναποτελεσματική, καθώς θα ήταν πολύ ασαφής και δεν θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικά γεγονότα ή συμπεριφορά. Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος (κατέχοντας ή όχι πιστοποιητικό ORNISS) ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, χωρίς καμία δυνατότητα εξακρίβωσης των κατηγοριών εναντίον του πελάτη του, δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την αποτελεσματική υπεράσπιση του, ώστε να μπορέσει να αντισταθμίσει, με σημαντικό τρόπο, την περιορισμούς που τον επηρέαζαν κατά την άσκηση της διαδικασίας.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης εξαρχής ότι η υπό εξέταση διαδικασία στην παρούσα υπόθεση είχε δικαστικό χαρακτήρα και ότι διεξήχθη ενώπιον εθνικών δικαστηρίων που απολάμβαναν την απαιτούμενη ανεξαρτησία κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ζήτημα που δεν είχε ερωτηθεί από τον προσφεύγοντα. Επιπλέον, η προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με τη συνάφεια της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος με τη λήψη των μέτρων που αμφισβητήθηκαν από αυτόν παρουσίαζε διακυμάνσεις και ήταν αντιφατική. Όλα τα παραπάνω στοιχεία, με αποκορύφωμα την ελλιπή αιτιολογία των δικαστηρίων για την απόρριψη των αξιώσεων του προσφεύγοντος, δυσχέραναν το Δικαστήριο να εκτιμήσει τον πραγματικό βαθμό ελέγχου που εφαρμόζουν αυτές οι ανεξάρτητες αρχές για την επαλήθευση της αλήθειας και της αξιοπιστίας των γεγονότων που υποβλήθηκαν από την Κυβέρνηση. Πράγματι, λόγω της έλλειψης αναλυτικών εξηγήσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς τεκμηριωμένο ότι στην παρούσα υπόθεση τα εθνικά δικαστήρια άσκησαν επαρκώς τις εξουσίες που τους είχαν ανατεθεί για τον σκοπό αυτό.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα παραπάνω πορίσματα στο σύνολο της διαδικασίας και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στα κράτη σε τέτοια θέματα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στα δικαιώματα του προσφεύγοντος στην κατ’ αντιμωλία διαδικασία και στην ισότητα των όπλων δεν αντισταθμίστηκαν στις εσωτερικές διαδικασίες κατά τρόπο που να διατηρεί την ίδια την ουσία του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 2.700 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).