Επιδίκαση μεγάλης αποζημίωσης σε βάρος τηλεόρασης για μετάδοση ψευδούς είδησης, που ανασκευάστηκε μετά λίγες ώρες, για σύλληψη πολιτικού για σεξουαλικά αδικήματα κατά παιδιών. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης!

151
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ

SIC – Sociedade Independente de Comunicação κατά Πορτογαλίας της 27.07.2021 (αρ. προσφ. 29856/13)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επιδίκαση υψηλού ποσού αποζημίωσης σε βάρος τηλεοπτικού σταθμού για προσβολή της τιμής γνωστού πολιτικού. Ελευθερία της έκφρασης.

Σε εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού που ανήκε στην προσφεύγουσα εταιρεία ανακοινώθηκε ως είδηση ότι γνωστός πολιτικός δήθεν συνελήφθη και ανακρίθηκε από την αστυνομία για σεξουαλικά αδικήματα σε βάρος παιδιών. Η είδηση ήταν ψευδής. Λίγες ώρες αργότερα η εταιρεία αποκατέστησε την αλήθεια και διόρθωσε την είδηση.

Τα εθνικά δικαστήρια, κατόπιν αγωγής αδικοπραξίας που άσκησε ο θιγόμενος  πολιτικός,  επιδίκασαν σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας για  προσβολή της τιμής και της υπόληψής του ποσό 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 65.758 ευρώ για αποζημίωση και συνολικά .  Κατά το ΕΔΔΑ, η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η προσφεύγουσα εταιρεία να καταβάλει τόσο μεγάλο ποσό, ισοδυναμούσε με «παρέμβαση» στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρείας.

Παρόλο που δεν ήταν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε καμία προσβολή της τιμής και της υπόληψής του γνωστού πολιτικού, δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η βλάβη στην τιμή του ήταν τόσο σοβαρή ώστε να δικαιολογεί την καταβολή τόσο υψηλού ποσού αποζημίωσης εκ μέρους της προσφεύγουσας εταιρείας.  Ένα τέτοιο ποσό αποζημίωσης, το οποίο ήταν υψηλό σε σύγκριση με προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν την Πορτογαλία, τις οποίες είχε εξετάσει το Δικαστήριο, ήταν επίσης ικανό να αποθαρρύνει τη συμμετοχή του Τύπου σε συζητήσεις για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και είχε ανασταλτική επίδραση στην ελευθερία της έκφρασης και του τύπου. Επομένως, κρίθηκε υπερβολικό στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης και διαπίστωσε  παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν  επιδίκασε αποζημίωση, καθώς σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η προσφεύγουσα εταιρεία είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επανάληψη της αστικής διαδικασίας στα εθνικά δικαστήρια.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, μια εταιρεία τηλεοπτικών δικτύων και μέσων ενημέρωσης, στις 6 και 7 Δεκεμβρίου 2003, αντίστοιχα, μετέδωσε τηλεοπτικά πληροφορίες σχετικά με ένα δίκτυο δραστών σεξουαλικών αδικημάτων εναντίον παιδιών, και υπαινίχθηκε λανθασμένα την εμπλοκή του R.R., ενός γνωστού πολιτικού που διετέλεσε περιφερειακός γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας.

Η ειδησεογραφική πηγή ήταν μια ερευνητική έκθεση που δημοσιεύθηκε σε προηγούμενη ημερομηνία στην εφημερίδα Expresso, μια κορυφαία εβδομαδιαία εφημερίδα στην Πορτογαλία, και συντάχθηκε τόσο από την προσφεύγουσα εταιρεία, όσο και από την ίδια την εφημερίδα. Στις 8 Δεκεμβρίου 2003 ο R.R. παραιτήθηκε από την προαναφερθείσα θέση του. Σε μια μεταγενέστερη είδηση που μεταδόθηκε από την προσφεύγουσα εταιρεία το πρωί της 9ης Ιανουαρίου 2004, αναφέρθηκε ψευδώς ότι ο R.R. συνελήφθη και ανακρίθηκε από την αστυνομία. Λίγες ώρες αργότερα η εταιρεία διόρθωσε τη δήλωση αυτή. Μετά από άσκηση αγωγής από τον R.R., η προσφεύγουσα εταιρεία καταδικάστηκε για διάδοση ψευδών ειδήσεων και διατάχθηκε, τελικά, από το Ανώτατο Δικαστήριο, να καταβάλει 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 65.758 ευρώ ως αποζημίωση. Με τους νόμιμους τόκους, το ποσό ανήλθε συνολικά σε 145.988,28 ευρώ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η προσφεύγουσα εταιρεία να καταβάλει αποζημίωση στον R.R. λόγω προσβολής του δικαιώματός του στην τιμή και υπόληψή του, ισοδυναμούσε με «παρέμβαση» στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρείας, η οποία ήταν νόμιμη και επιδίωκε τον νόμιμο σκοπό της προστασίας της τιμής και υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων-εν προκειμένω, εκείνων του R.R..

Το κύριο ερώτημα που προέκυψε λοιπόν ήταν αν η παρέμβαση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Τα βασικά θέματα που απασχόλησαν το ΕΔΔΑ ήταν:

(α) Οι ειδήσεις συνέβαλαν σε μια συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος και ο RR ήταν δημόσιο πρόσωπο; 

Οι επίμαχες δηλώσεις περιλάμβαναν αρκετές εκθέσεις σχετικά με τις πρώτες βραδινές και μεσημεριανές ειδήσεις σχετικά με τις τρέχουσες έρευνες για ένα δίκτυο που εμπλέκεται σε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων στις Αζόρες. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία αμφιβολία ότι είχαν μεταφέρει πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος. Ο R.R. ήταν δημόσιο πρόσωπο τόσο στη δική του περιφέρεια στις Αζόρες, όσο και σε ολόκληρη τη χώρα και, τη στιγμή που μεταδόθηκαν οι εκθέσεις, κατείχε υψηλή θέση στην πολιτική σκηνή.

(β) Η μέθοδος απόκτησης πληροφοριών, και το περιεχόμενο, η μορφή και οι συνέπειες των επίμαχων δηλώσεων.

Οι ειδήσεις του Δεκεμβρίου προήλθαν από διαφορετικές πηγές και είχαν συλλεχθεί μέσω της έκθεσης που συνέταξε τόσο η προσφεύγουσα εταιρεία όσο και η Expresso, ενώ τα γεγονότα που είχε διαδοθεί σε αυτό το σημείο είχαν ήδη δημοσιευτεί στο παραπάνω έγγραφο. Όσον αφορά την ειδησεογραφία του Ιανουαρίου, θεωρήθηκε αποδεδειγμένο ότι η πηγή των πληροφοριών ήταν οι δημοσιογράφοι που εργάζονταν για την προσφεύγουσα εταιρεία.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των αναφορών και το ιδιαίτερο στίγμα που συνδέεται με αδικήματα σεξουαλικής φύσης που αφορούσαν παιδιά, οι ισχυρισμοί για ανάμιξη σε αυτό το είδος αδικήματος είχαν την ικανότητα να προκαλέσουν βλάβη στην προσωπική απόλαυση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, αν και ο R.R. δεν είχε ταυτοποιηθεί άμεσα στις ειδήσεις του Δεκεμβρίου, μπορούσε εύκολα να καταλάβει κάποιος ότι αναφέρονταν στο πρόσωπό του. Επομένως, ενώ οι ειδήσεις ήταν αποτέλεσμα δημοσιογραφικής έρευνας που διεξήχθη από την προσφεύγουσα εταιρεία και την Expresso, και οι δύο θεωρούνταν από το ευρύ κοινό ως αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, ήταν δε σε θέση να προκαλέσουν προκατάληψη ως προς το πρόσωπό του.

Όσον αφορά την είδηση που μεταδόθηκε τον Ιανουάριο, παρά τη διόρθωση,  η προσφεύγουσα εταιρεία είχε δεχτεί ότι η εσφαλμένη αναφορά στη σύλληψη και ανάκριση του R.R. από την αστυνομία παραβίασε το δικαίωμα στην τιμή και υπόληψη του R.R..

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι κατά την παραπομπή αυτή, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν ενήργησε με υπεύθυνο τρόπο, ιδίως καθώς γνώριζε την ευρεία διάδοση των ειδήσεων μέσω ΜΜΕ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Κατά συνέπεια, υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι για την επιβολή κυρώσεων στην προσφεύγουσα εταιρεία για τις ψευδείς ειδήσεις. Ωστόσο, περιόρισε τη βλάβη στη τιμή και υπόληψη του R.R., τόσο στο πεδίο εφαρμογής όσο και στο χρόνο, διορθώνοντας αυτό το λάθος λίγες ώρες μετά τη διάδοση των ειδήσεων. Επιπλέον, παρόλο που τα εγχώρια δικαστήρια θεώρησαν ότι ήταν ακόμη δυνατό να βρεθούν αναφορές για την πιθανή συμμετοχή του σε ένα τέτοιο έγκλημα σε διαφορετικές διαδικτυακές πλατφόρμες, ο R.R. ανέλαβε εκ νέου τη θέση του στη πολιτική σκηνή της χώρας  λίγο αργότερα. Είχε υπηρετήσει ως μέλος του εθνικού κοινοβουλίου για αρκετά χρόνια και παραμένει, μέχρι σήμερα, ένας ενεργός πολιτικός.

(γ) Σοβαρότητα της κύρωσης

Παρόλο που δεν ήταν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε καμία προσβολή της τιμής και υπόληψής του R.R., το Δικαστήριο δυσκολεύτηκε να δεχθεί ότι η βλάβη στην τιμή του R.R στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν τόσο σοβαρή ώστε να δικαιολογήσει την καταβολή του επιδικασθέντος ποσού αποζημίωσης εκ μέρους της προσφεύγουσας εταιρείας. Ένα τέτοιο ποσό αποζημίωσης, το οποίο ήταν υψηλό σε σύγκριση με προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν την Πορτογαλία, τις οποίες είχε εξετάσει το Δικαστήριο, ήταν ικανό να αποθαρρύνει τη συμμετοχή του Τύπου σε συζητήσεις για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και είχε ανασταλτική επίδραση στην ελευθερία της έκφρασης και του τύπου. Επομένως, ήταν υπερβολικό στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρείας ήταν δυσανάλογη και δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 10.

Άρθρο 41: Μη επιδίκαση αποζημίωσης για ηθική βλάβη, καθώς σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η προσφεύγουσα εταιρεία θα μπορούσε να ζητήσει στα εθνικά δικαστήρια την επανάληψη της αστικής διαδικασίας, για την οποία το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παραβίαση.