Η ολοκληρωτική έκτιση της ισόβιας κάθειρξης χωρίς δυνατότητα υφ΄όρον απόλυσης συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση του καταδικασθέντος!

185

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sandor Varga κ.α. κατά Ουγγαρίας της 17.06.2021 (αριθ. προσφ. 39734/15, 35530/16 και 26804/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ισόβια κάθειρξη. Δυνατότητα απόλυσης υφ΄όρον. Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση η πλήρης έκτιση της ποινής των ισοβίων και η μη δυνατότητα υφ΄όρον απόλυσης.

Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για ιδιαζόντως ειδεχθή αδικήματα δηλαδή ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συρροή με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν χωρίς αναστολή και δυνατότητα αποφυλάκισης. Άσκησαν καταγγελία για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή παραδεκτή διαπιστώνοντας ότι η συνταγματική καταγγελία που ήγειραν κατά την εγχώρια νομοθεσία για έλεγχο της συνταγματικότητας του ποινικού νόμου που δεν αναγνώριζε δικαίωμα αποφυλάκισης δεν αποτελούσε αποτελεσματική λύση για τα παράπονα των προσφευγόντων.

Επιπροσθέτως το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι σε περίπτωση διαρκούς παραβίασης, όπως στην υπό κρίση περίπτωση της επιβολής της ισόβιας κάθειρξης, η εξάμηνη προθεσμία της άσκησης  της προσφυγής, δεν παρέρχεται εφόσον η παραβίαση δεν έχει αρθεί.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παρόλο που ο ένας προσφεύγων άσκησε την προσφυγή μετά την παρέλευση εξαμήνου από την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης του εγχώριου δικαστηρίου, η προσφυγή στο ΕΔΔΑ δεν ήταν απαράδεκτη γιατί διαρκούσε η κατάσταση της παραβίασης αφού ο προσφεύγων κρατούνταν ακόμα με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Επί της ουσίας της υπόθεσης το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η μη πρόβλεψη από την εγχώρια νομοθεσία δυνατότητα υφ΄όρον απόλυσης στην ποινή της ισόβιας κάθειρξης ακόμα και μετά από 40 χρόνια έκτισης ποινής,  δεν ήταν συμβατή με την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι τέσσερις Ούγγροι υπήκοοι, οι Sándor Varga, Á.K., I.K. και ο Henrik Rostás, γεννημένοι μεταξύ 1967 και 1987.

Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης  και χωρίς αναστολή. Ο πρώτος προσφεύγων καταδικάστηκε για εκ προθέσεως ανθρωποκτονία τεσσάρων ατόμων και μια σειρά από ένοπλες ληστείες που διαπράχθηκαν από εγκληματική οργάνωση. Οι ποινές του δεύτερου και τρίτου των προσφευγόντων  αφορούσαν εκ προθέσεως ανθρωποκτονία έξι ατόμων, συμπεριλαμβανομένου ενός παιδιού 4,5 ετών, ανθρωποκτονία με μεγάλη σκληρότητα και με ρατσιστικά κίνητρα και εντός του πλαισίου εγκληματικής οργάνωσης, και για μια  σειρά σχετικών εγκλημάτων (ένοπλες ληστείες και αδικήματα σχετικά με πυροβόλα όπλα). Ο τέταρτος προσφεύγων καταδικάστηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας πολλών ανθρώπων, που  διαπράχθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα, όπως και για πολλές κατηγορίες ληστειών και επιθέσεων.

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι οι ποινές τους συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική τιμωρία, κάτι παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων

Στην παρούσα υπόθεση, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο παρείχε αποτελεσματική λύση για τους προσφεύγοντες είτε αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα των τελικών δικαστικών αποφάσεων είτε την υποκείμενη νομική διάταξη. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι η διατύπωση των σχετικών διατάξεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου προέβλεπε  δικαίωμα υποβολής συνταγματικής καταγγελίας μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες ένα άτομο θεωρεί ότι μια νομική διάταξη ή μια δικαστική απόφαση είναι ασυμβίβαστη με μια νομική διάταξη του θεμελιώδους νόμου.

Ωστόσο, η ισόβια κάθειρξη χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης ή  αναστολής προβλέπεται ρητά από τον Νόμο και, όπως κατέληξε το Δικαστήριο , η πιθανότητα αποκλεισμού της επιλεξιμότητας για αναστολή ή υφ΄όρον απόλυση ήταν μέρος της συνταγματικής έννομης τάξης. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε  να ειπωθεί ότι προέκυψαν  ζητήματα «συνταγματικότητας» ή συμβατότητας με το Σύνταγμα των δικαστικών αποφάσεων είτε των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που εφαρμόστηκαν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συνταγματική καταγγελία στην οποία αναφέρεται η Κυβέρνηση δεν αποτελούσε αποτελεσματική λύση για τα παράπονα των προσφευγόντων.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταγγελίες των προσφευγόντων δυνάμει του Άρθρου 3 της Σύμβασης δεν μπορούσαν να απορριφθούν βάσει του Άρθρου 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων. Επομένως, απέρριψε τις προκαταρκτικές αντιρρήσεις της Κυβέρνησης ως προς αυτό.

Συμμόρφωση με την προθεσμία των έξι μηνών

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι, σε αντίθεση με την αντίρρηση σχετικά με τη μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων, που έπρεπε να εγείρει η εναγόμενη Κυβέρνηση, δεν μπορούσε να αναιρέσει την εφαρμογή του εξαμηνιαίου κανόνα αποκλειστικά επειδή η Κυβέρνηση δεν έχει υποβάλλει προκαταρκτική αντίρρηση για το σκοπό αυτό.

Κατά κανόνα, η εξάμηνη περίοδος ξεκινά από την ημερομηνία έκδοσης της αμετάκλητης απόφασης στη διαδικασία εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων. Ωστόσο, έχει ειπωθεί ότι η προθεσμία των έξι μηνών δεν ισχύει ως έχει στις συνεχιζόμενες καταστάσειςΑυτό συμβαίνει επειδή, εάν υπάρχει μια κατάσταση διαρκούς παραβίασης, η ισχύουσα προθεσμία αρχίζει εκ νέου με κάθε νέα παραβίαση  και μόνο όταν σταματήσει η κατάσταση, θα λήξει η εξάμηνη περίοδος.

Το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι, εν προκειμένω, ο πρώτος προσφεύγων καταδικάστηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2015 και υπέβαλε την προσφυγή του στο Δικαστήριο την 1η Αυγούστου 2015. Η δεύτερη και τρίτη καταδικαστική απόφαση  των προσφευγόντων έγινε αμετάκλητη στις 12 Ιανουαρίου 2016 και κατέθεσαν τις προσφυγές τους στο Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου 2016. Επομένως, ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος προσφεύγων υπέβαλαν τις προσφυγές τους εντός έξι μηνών μετά τις αμετάκλητες εγχώριες αποφάσεις που εκδόθηκαν στις υποθέσεις τους. Ωστόσο, ο τέταρτος προσφεύγων καταδικάστηκε στις 3 Οκτωβρίου 2014 και υπέβαλε την προσφυγή του στο Δικαστήριο στις 28 Μαΐου 2018, επομένως μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας μετά την αμετάκλητη εγχώρια απόφαση.

Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η κατάσταση των καταγγελιών που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν έπαψε, καθώς εξακολουθούσαν να εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης, και θα παύσει να ισχύει για αυτούς μόνο μετά την αποφυλάκιση τους. Επομένως, η κατάσταση πρέπει να θεωρηθεί συνεχής και διαρκής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο τέταρτος προσφεύγων υπέβαλε την προσφυγή του εκπρόθεσμα.

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι οι καταγγελίες των προσφευγόντων δεν ήτανπροδήλως αβάσιμες κατά την έννοια του Άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης ή απαράδεκτες για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Επομένως, τις κήρυξε παραδεκτές.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και η υποχρεωτική διαδικασία χάριτος μετά από 40 χρόνια κάθειρξης ήταν το πρωταρχικό αντικείμενο ελέγχου στην απόφαση T.P. και Α.Τ. κατά Ουγγαρίας. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η αποφυλάκιση των προσφευγόντων θα μπορούσε να επανεξεταστεί υπό τη μορφή της υποχρεωτικής διαδικασίας χάριτος, μόνο αφού είχαν εκτίσει 40 χρόνια από τις ισόβιες ποινές τους ήταν αρκετό για να συμπεράνει ότι η νέα ουγγρική νομοθεσία δεν έδινε τη δυνατότητα για μια εκ των πραγμάτων μείωση των ισόβιων ποινών των προσφευγόντων ως υφ΄όρον απόλυση. Αυτός ο παράγοντας, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων στο δεύτερο μέρος της διαδικασίας, όπως προβλέπεται από τη νέα νομοθεσία, οδήγησε το Δικαστήριο να διαπιστώσει παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Κυβέρνηση ήταν  παρόμοια με αυτά που έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στο T.P. και Α.Τ. κατά Ουγγαρίας. Η Κυβέρνηση δεν είχε υποβάλει νέους ισχυρισμούς που θα οδηγούσαν το Δικαστήριο να απομακρυνθεί από τα προηγούμενα συμπεράσματά του ότι οι ισόβιες ποινές των προσφευγόντων δεν μπορούσαν  να μειωθούν με υφ΄όρον απόλυση για τους σκοπούς του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η μη δυνατότητα μείωσης της ισόβιας κάθειρξης στην πράξη συνιστούσε εξευτελιστική μεταχείρισης (άρθρο 3 ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση

Η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ο δεύτερος και ο τρίτος των προσφευγόντων και επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ από κοινού για έξοδα σ΄αυτούς.

Ο πρώτος και ο τέταρτος προσφεύγων δεν υπέβαλαν αιτήματα για δίκαιη ικανοποίηση (επιμέλεια echrcaselaw.com).