Αθώωση κατηγορουμένου για σεξουαλική παρενόχληση της 4χρονης κόρης του για διαδικαστικές παραλείψεις στην προδικασία! Καταδίκη από Στρασβούργο!

147

ΑΠΟΦΑΣΗ

R.B. εναντίον Εσθονίας της 22.06.2021 (αριθ. προσφ. 22597/16)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αναποτελεσματική έρευνα για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης από τον πατέρα της.  Κατάθεση 4χρονης ανήλικης χωρίς να ενημερωθεί για τα δικαιώματά της, όπως προβλέπει η ποινική δικονομία. Ακύρωση κατάθεσης και αθώωση φερομένου δράστη λόγω διαδικαστικών σφαλμάτων. Δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Διαδικαστικό σκέλος άρθρου 3 ΕΣΔΑ.

Η προσφυγή αφορούσε την αποτυχία  του καθ’ού κράτους για διεξαγωγή  αποτελεσματικής και προσήκουσας  προδικασίας, σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία, με αποτέλεσμα την αθώωση του φερόμενου δράστη που κατηγορείτο για σεξουαλική κακοποίηση της κόρης του. Κατά την προδικασία τα αρμόδια όργανα παρέλειψαν να ενημερώσουν την ανήλικη μάρτυρα – θύμα, 4,5 ετών, όταν κατέθετε (δύο φορές) ως μάρτυρας για το καθήκον αληθείας και το δικαίωμά της να μην καταθέσει εναντίον του πατέρα της. Τα δικαστήρια ουσίας καταδίκασαν πρωτοβάθμια και στην έφεση τον φερόμενο ως δράστη σε ποινή κάθειρξη 6 ετών. Το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την εφετειακή απόφαση και ακύρωσε την προανακριτική διαδικασία λόγω ακυρότητας των καταθέσεων της προσφεύγουσας και αθώωσε τον πατέρα της, ο οποίος φερόταν ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά, για διαδικαστικούς λόγους και όχι επί της ουσίας. Να επισημανθεί  ότι μετά την ακύρωση των καταθέσεων της ανήλικης κόρης – θύματος, δεν υπήρχε άλλο ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο.

Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για αποτυχία του κράτους να της παρέχει προστασία δυνάμει του άρθρου 3 και 8 της ΕΣΔΑ, δηλαδή για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή.

Το Στρασβούργο τόνισε ότι για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, είναι  απαραίτητο να διασφαλίζεται  η κατάθεσή τους τόσο κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι οι εγχώριες αρχές δεν έλαβαν επαρκώς υπόψη τους την ιδιαίτερη ευπάθειά της προσφεύγουσας και τις αντίστοιχες ανάγκες της ως ανήλικης, έτσι ώστε να της προσφέρουν  αποτελεσματική προστασία ως φερόμενο θύμα σεξουαλικών εγκλημάτων με αποτέλεσμα να μην καταδικαστεί ο κατηγορούμενος.

To ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρα 8 και 3 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 16.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.140 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3,

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα R.B. είναι υπήκοος της Εσθονίας, η οποία γεννήθηκε το 2007.

Η προσφεύγουσα, η οποία ήταν περίπου 4,5 ετών την χρονική περίοδο των επίδικων περιστατικών, ανέφερε ότι είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της. Πραγματοποιήθηκαν δύο βιντεοσκοπημένες καταθέσεις της κατά την προδικασία. Σε καμία από αυτές δεν την ενημέρωσε ο ανακριτικός υπάλληλος για το δικαίωμά της να μην καταθέσει εναντίον μέλους της οικογένειάς της και για το καθήκον αληθείας, απαιτήσεις οι οποίες προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  της Εσθονίας. Δεδομένης της ανηλικότητάς της, δεν κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο. Οι καταθέσεις της στην προδικασία αναγνώσθηκαν  στα ακροατήρια και λήφθηκαν υπόψη τόσο από τα πρωτοβάθμιο όσο και από τα δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο πατέρας της προσφεύγουσας  καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών.

Ο πατέρας της προσφεύγουσας άσκησε αναίρεση αμφισβητώντας την καταδίκη του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη ενημέρωση της προσφεύγουσας πριν από τις καταθέσεις της σχετικά με το καθήκον αληθείας και το δικαίωμά της να αρνηθεί να καταθέσει εναντίον του πατέρα της ήταν τόσο σημαντική ώστε να καταστήσει απαράδεκτη την κατάθεσή της, η οποία ήταν καθοριστικό αποδεικτικό μέσο  στην υπόθεση. Δεδομένου ότι η επίμαχη παράλειψη δεν μπορούσε να αποκατασταθεί με παραπομπή της υπόθεσης στα δικαστήρια κατώτερου βαθμού, όπου δεν ήταν δυνατή η ακρόαση ενός παιδιού θύματος, η ακύρωση των κύριων αποδεικτικών στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα την αθώωση του κατηγορουμένου.

Βασιζόμενη στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η προσφεύγουσα προσέφυγε το ΕΔΔΑ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η προσφυγή αφορούσε διαδικαστικές ελλείψεις στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης  του ανακριτή να ενημερώσει την προσφεύγουσα για τα διαδικαστικά δικαιώματα και τα καθήκοντά της κ που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της μαρτυρίας της και την αθώωση του φερόμενου δράστη για διαδικαστικούς λόγους.

Στην Εσθονία, οι δικονομικοί κανόνες για την κατάθεση μαρτύρων εφαρμόζονται και σε παιδιά μάρτυρες. Ωστόσο, στη δικονομική πρακτική είχε αναγνωριστεί ότι κατά την κατάθεση παιδιών ως μαρτύρων και την παροχή συμβουλών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ηλικία και το επίπεδο κατανόησής τους. Στο πλαίσιο αυτό, βάσει των σχετικών διεθνών πράξεων, έπρεπε να διεξαχθούν έρευνες και ποινικές διαδικασίες κατά τρόπο που να προστατεύουν τα βέλτιστα  συμφέροντα και δικαιώματα των παιδιών, μια τέτοια προστασία που απαιτεί τη υιοθεσία φιλικών προς τα παιδιά  μέτρων για τα παιδιά – θύματα σε ποινικές διαδικασίες. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν σημαντικό τα κράτη να έχουν θεσπίσει διαδικαστικούς κανόνες που να εγγυώνται και να διαφυλάσσουν τη μαρτυρία των παιδιών (βλ. G. U. κατά Τουρκίας).

Εν προκειμένω, ήταν αναμφισβήτητο ότι ο διενεργών την προδικασία δεν είχε δώσει τις απαιτούμενες οδηγίες στην προσφεύγουσα κατά την κατάθεσή της ως παιδί – μάρτυρας. Η όλη ποινική υπόθεση βασίστηκε ουσιαστικά στην αξιοπιστία της μαρτυρίας της προσφεύγουσας που ήταν και το φερόμενο θύμα. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο απέκλεισε αυτήν την κατάθεση εξ ολοκλήρου από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων για διαδικαστικούς λόγους σχετικά με την αποτυχία του ανακριτή να παράσχει τις απαιτούμενες προειδοποιήσεις. Δεδομένου ότι η καταδίκη βασίστηκε σε αποφασιστικό βαθμό στη μαρτυρία της προσφεύγουσας και δεδομένου ότι δεν υπήρχε τρόπος αποκατάστασης της αποτυχίας που σχετίζεται με αυτήν, ο κατηγορούμενος έπρεπε να αθωωθεί.

Εκτός από το ερώτημα εάν τέτοιες προειδοποιήσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατάλληλες σε μια υπόθεση όπως η παρούσα, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την παράλειψη του ανακριτή, είχε υπονομεύσει την αποτελεσματική δίωξη των φερόμενων αδικημάτων. Αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι, λαμβανομένης υπόψη της αδυναμίας επανεξέτασης της υπόθεσης στα κατώτερα δικαστήρια, δεν ήταν τελικά δυνατό να αποδειχτούν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και να καθοριστεί  το ζήτημα της ευθύνης του φερόμενου δράστη.

Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, ήταν απαραίτητο να διασφαλιστεί η κατάθεσή τους τόσο κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας όσο και κατά τη δίκη. Ο εσθονικός νόμος, όσον αφορά τις ενημερώσεις που πρέπει να δοθούν στους μάρτυρες, δεν έκανε διάκριση μεταξύ μαρτύρων ανάλογα με την ηλικία τους, και έτσι δεν προέβλεπε εξαιρέσεις ή προσαρμογές για παιδιά – μάρτυρες. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη, όπου εφαρμόζονται λιγότερο αυστηροί κανόνες σχετικά με την κατάθεση ή άλλα φιλικά προς τα παιδιά μέτρα, τέτοια μέτρα δεν θα πρέπει από μόνα τους να μειώσουν την αξία που δίνεται στις μαρτυρίες ή αποδεικτικά στοιχεία ενός παιδιού, χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων άμυνας. Εντούτοις, εν προκειμένω η μαρτυρία της προσφεύγουσας κρίθηκε απαράδεκτη ακριβώς λόγω της αυστηρής εφαρμογής δικονομικών κανόνων που δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, υπήρξαν σημαντικές αδυναμίες στη διαδικαστική αντιμετώπιση  των εγχώριων αρχών στον ισχυρισμό της προσφεύγουσας για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα της, οι οποίες  δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη την ιδιαίτερη ευπάθειά της και τις αντίστοιχες ανάγκες της ως μικρό παιδί, έτσι ώστε να της προσφέρει αποτελεσματική προστασία ως φερόμενο θύμα σεξουαλικών εγκλημάτων. Συνεπώς, χωρίς να εκφράσει γνώμη σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ομόφωνα, ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκαν συνολικά οι μηχανισμοί απονομής της δικαιοσύνης στην παρούσα υπόθεση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της κατηγορίας για διαδικαστικούς λόγους, ήταν ελαττωματικός σε τέτοιο σημείο παραβίασης των θετικών υποχρεώσεων του εναγόμενου κράτους σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 8.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 16.300 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.140 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).