ΓνμΕισΑΠ 14/202: Διατάξεις άρθρων 261 παρ. 1 εδ. πρώτο και 262 παρ. 4 ΚΠοινΔ(δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών)

298

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ                                                     Αθήνα, 16-4-2021

ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αριθ. Πρωτ.: 1602

Τμήμα Διοικητικό

τηλ. 2106419332                                                                 Αριθ. Γνωμ.: 14

Προς

Τον κ. Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών

ΘΕΜΑ: Διατάξεις άρθρων 261 παρ. 1 εδ. πρώτο και 262 παρ. 4 ΚΠοινΔ

I. Σε απάντηση του ερωτήματος, ττου διαλαμβάνεται στο υπ’αρ. ττρωτ. 2343/2021 έγγραφο σας, ως προς την εφαρμογή των «νεοπαγών» διατάξεων των άρθρων 261 παρ. 1 εδάφιο πρώτο και 262 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/19, Ν. 4637/19), επί ανακριτικών διατάξεων δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών τηρουμένων σε Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα της ημεδαπής ή σε αντίστοιχα της αλλοδαπής (σε εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής) για δέσμευση και απαγόρευση κίνησης αυτών και σε εκτέλεση των οποίων διατάχθηκε η αιτηθείσα δέσμευση με απόφαση του οικείου Δικαστηρίου της αλλοδαπής Χώρας (πρώτο σκέλος ερωτήματος,}, ως επίσης και επί ανακριτικών διατάξεων εκδιδομένων, κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 42 Ν. 4557/18, εξομοιουμένων με εκθέσεις κατάσχεσης (εδάφιο τέταρτο παραγράφου 1 του νόμου αυτού, ως ισχύει μετά τηναντικατάστασή του με το Ν. 4734/2020) στο πλαίσιο της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (δεύτερο σκέλος εpωτήματoςJ σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Η σταθερή έως παγία θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα με υπόβαθρο τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 1756/88 [Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει μέχρι σήμερα με το Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ 43/23-3-2021)], έχει ως αφετηριακή παραδοχή, το αντικείμενο της γνωμοδότησης να αφορά ευρύτατες κατηγορίες προσώπων αποκτώντας έτσι την ιδιότητα θέματος, που εμφανίζει γενικότερο ενδιαφέρον και να διατυπώνεται γενικά και αφηρημένα ως προς την (τυχόν) αμφιλεγόμενη έννοια διατάξεων νόμων και σε κάθε περίπτωση αποκλείεται επί υποθέσεων εκκρεμών, -(για τις οποίες έχουν επιληφθεί οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων φερομένων να απασχολήσουν στο μέλλον τα δικαστήρια ή δικαστικά συμβούλια ή και ακόμη επί όσων έχουν απασχολήσει τα τελευταία)-, τούτο δε προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης των δικαστικών αυτών σχηματισμών και στα επόμενα δικονομικά στάδια απόφανσης σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα (Γνωμοδ. Εισ.ΑΠ 47/1994 σε Παν. Κατραλή, Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 1951-1994 σελίδα 17, ομοίως 5/2001 Ποιν.Δικ. 2002, σελ. 30, ομοίως Εισ. ΑΠ 1/2018, 2018, Ποιν.Χρον. Ξ Η’ σελ. 328 και Ποιν.Δικ. 2018, σελ. 208, ομοίως 10/2018 Ποιν.Χρον. ΞΗ’ σελ. 556).

Καταφάσκεται όμως (εξ αντιδιαστολής) αρμοδιότητα προς γνωμοδότηση, όταν το θέμα είναι επιλυτέο όχι από τα Δικαστήρια ή τα Δικαστικά Συμβούλια αλλά ευθέως από τον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που ενεργεί για την εφαρμογή δικονομικής (όχι ουσιαστικής) ποινικής διάταξης, ως ευστόχως αναγράφεται στην υπό κρίση αναφορά-ερώτημά σας (σελίδες 2 και 3).- Προσλαμβάνει δε η αρμοδιότητα αυτή την έννοια και της υπηρεσιακής ανάγκης συντονισμού των εισαγγελιών σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, αρκεί να μην αφορούν οι παρεχόμενες κατευθύνσεις της γνωμοδότησης το χειρισμό συγκεκριμένης υπόθεσης, κατά τα προλεχθέντα (βλ. και Παναγ. Δημόπουλου Η Εισαγγελία 2000, σελίδα 91, Γνωμοδ. Εισ. ΑΠ 1/2005, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 170 , Ευτ. Φυτράκη, ο Εισαγγελέας και το κράτος δικαίου ΤοΣ 2008, σελίδες 351 επ., 389, 390), συντελεί δε έτσι στην ομοιομορφία απονομής του δικαίου προς επίτευξη ασφαλείας των συναλλαγών αλλά και εγγύησης των πολιτών που απευθύνονται στην Εισαγγελική Δικαστική αρχή για την επίλυση διαφοράς.

2.1. Κατά την πρόβλεψη του άρθρου 261 παρ. 1 εδάφια πρώτο και δεύτερο του ν. Κ.Ποιν.Δ, -(ισχύοντος από 1.7.2019 και επί εκκρεμών υποθέσεων ανεξαρτήτως σταδίου της ποινικής διαδικασίας και με διατήρηση του κύρους των πράξεων αυτής βάσει του άρθρου 590 παρ. 1 εδάφιο α’, β’ ιδίου Κώδικα)-, «Κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης ο ανακριτής μετά από σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί να διατάσσει τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών , του περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων καθώς και άλλων περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, κινητών και ακινήτων και όσων ακόμη έχουν άϋλη μορφή, εφ’όσον μετά από τη διερεύνηση της περιουσιακής του κατάστασης κατά το άρθρο 248 παρ. 6, προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τη διερευνώμενη αξιόποινη πράξη. Η δέσμευση μπορεί να αφορά περιουσιακά στοιχεία και τρίτου προσώπου, στο οποίο κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις μεταβιβάστηκε περιουσία από το έγκλημα, με σκοπό την αποφυγή της δήμευσής της, ιδίως όταν η μεταβίβαση έγινε χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα……

Περαιτέρω κατά την πρόβλεψη του επομένου άρθρου 262 παράγραφος 4 «Η κατά το προηγούμενο άρθρο δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό, εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών από την έκδοση της διάταξης».

2.2. Παράλληλα κατά την πρόβλεψη του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018 στην παράγραφο 1 «όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμού, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε Πιστωτικό Ίδρυμα ή Χρηματοπιστωτικό Οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφ’όσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες, ότι οι λογαριασμοί,

οι τίτλοι …………………..  περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που

προέρχονται από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι          περιέχουν

χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκειται σε δέσμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης

ή απαγόρευση κίνησης ………….  μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό

συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή τρίτου      ».

Στην παράγραφο 5 του αυτού άρθρου ορίζεται «όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή (λογίζεται η κατά τα άρθρα 47-51 και 3 αριθμός 5 Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του ιδίου ως άνω νόμου), η

απαγόρευση κίνησης λογαριασμών, τίτλων και ………….  μεταβίβασης ή

εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής με τους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλλου της υπόθεσης διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή    ».

«Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 (ήδη 36 παρ. 2) ΚΠοινΔ μετά το άρθρο 53 παρ. 5 Ν. 4645/20 ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων  διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής

Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου «[τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 4637/2019 (Α’ 180/18.11.2019)].

2.3. Συγχρόνως όμως στο αντικείμενο του νόμου αυτού και στο ειδικότερα θιγόμενο εδώ ζήτημα της δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων υφίσταται πρόβλεψη (μεταβατική διάταξη επαλλήλως νομοθετημένη) με το άρθρο 15 Ν. 4637/2019 (ιδίου αμέσως προηγουμένου που τροποποίησε την παράγραφο 5 του Ν. 4557/18) ως εξής: «Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου -(δηλαδή έως 19.2.2020)- οι

διατάξεις του Προέδρου της Αρχής………. που έχουν εκδοθεί σύμφωνα

με την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018 ττριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠοινΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγουμένου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της

διάταξης του Προέδρου της Αρχής……….. σύμφωνα με τους όρους και

προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του ττρώτου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής         παύει

αυτοδικαίως να ισχύει».

Σημειωτέον ότι η τελευταία αυτή διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 του Νόμου 4664/2020 (Α’ 32/14.2.2020) και πριν την εκπνοή της προηγουμένης προθεσμίας με μόνη μεταβολή της προθεσμίας σε έξι (6) μηνών, οριοθετημένης έως τις 19 Μαΐου 2020, που έκτοτε ισχύει αμετάβλητη.

2.4. Η διάταξη πάλι του άρθρου 34 παρ. 2 εδάφιο α’του (ήδη

36) ΚΠοινΔ, στην οποία ο Νόμος 4557/18, όπως ισχύει κατά τα αμέσως προεκτεθέντα παραπέμπει για τη χρονική διάρκεια και την ισχύ των προαναφερομένων διατάξεων δέσμευσης κ.λπ του Προέδρου της Αρχής, ορίζει πλέον -[και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 53 παρ. 3 και 5 του Ν. 4745/2020 (21 Α/6.11.2020)]- στο άρθρο 36 παρ. 2: παράγραφος 2: «Οι εισαγγελείς του άρθρου 33 (μετονομάζονται ως Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος καταργουμένων των αντιστοίχων εγκλημάτων διαφθοράς του άρθρου 35 σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 2 και 4 του Ν. 4745/2020 και τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1, 2, 3 του ιδίου νόμου), όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων) προς τον σκοπό της διασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμοδίου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω προκαταρκτικής εξέτασης».

3. Με γνώμονα τις αναγκαίως, λόγω του πολυδαίδαλου και διαρκώς μεταβλητού με νομοθετικές τροποποιήσεις χαρακτήρα, αναλυθείσες διατάξεις των ισχυόντων ΚΠοινΔ και ειδικών νόμων, η γνώμη μας επί του τεθέντος ερωτήματος, επικεντρώνεται στα παρακάτω συμπεράσματα:

ΠΡΩΤΟ ΣΚΕΛΟΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ

3.1. Η διάταξη του άρθρου 262 παρ. 4 ΚΠοινΔ κατά σαφή τρόπο και διατύπωση μη επιδεχόμενη ερμηνευτικής προσεγγίσεως, επιβάλλει την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος των ανακριτικών διατάξεων δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών και των λοιπών προβλεπομένων περιουσιακών στοιχείων, μετά την άπρακτη παρέλευση του οριζομένου χρονικού ορίου πέντε (5) ετών από την έκδοση της διάταξης. Δεν απαιτείται επομένως δικαστική κρίση (εκτός εάν έχει εκδοθεί οριστική σε πρώτο βαθμό επιληφθέντος ποινικού δικαστηρίου).

Με τον ορισμό «Η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως» λογίζεται η επιβαλλόμενη από το νόμο αποδέσμευση, από το ίδιο το δίκαιο δηλαδή και τη φύση του πράγματος που ισχύει ή γίνεται χωρίς την ενέργεια του δικαιούχου (Γ. Μπαμπινιώτη Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 323, ομοίως ιδίου Ετυμολογικό Λεξικό σελίδα 237), γνωστό και από το Ρωμαϊκό Δίκαιο αξίωμα «ipso jure» (ipso + jure) κατά λατινική διατύπωση.-

Κατά αδιάσειστο τρόττο εφαρμόζεται επομένως όχι αυθαιρέτως αλλά μετά από προηγούμενη επιμελή εξέλεγξη (=επιμελή επεξεργασία και έλεγχο) των όρων και προϋποθέσεων που κατά τεκμηριωμένη γνώμη μας συνίσταται πέραν της διαπίστωσης της παρέλευσης άπρακτης ως άνω της προθεσμίας της πενταετίας και συνδρομής των εξής παραμέτρων:

(α)’ Η δέσμευση να πηγάζει από ανακριτική διάταξη που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια του ανακριτικού έργου (υποχρεωτικά κατά τα άρθρα 261, 262 ΚΠοινΔ) που ισχύει, διατηρήθηκε το κύρος της με το παραπεμπτικό βούλευμα ή σε περίπτωση περάτωσης αυτής κατ’εξαίρεση (άρθρα 309 ΚΠοινΔ και 308Α’ ΚΠοινΔ ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019) με σύμφωνη προς εισαγγελική πρόταση διάταξη του επιλαμβανομένου Προέδρου Εφετών (άρθρα 309 παρ. 4, 315 παρ. 5 ΚΠοινΔ και 308Α’παρ. 4 προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ). Η διάταξη μάλιστα του άρθρου 315 παρ. 5 του ΚΠοινΔ δίδει ευθεία απάντηση στο υφέρπον το πρώτο σκέλος του ερωτήματος περί τυχόν προϋπαρξάντων αιτημάτων του Ανακριτή δικαστικής συνδρομής που δεν έχουν λάβει χαρακτήρα (στη συνέχεια εκτελεστού) τίτλου αλλά εκδόθηκαν ενδεχομένως και υπό μορφή αιτημάτων δικαστικής συνεργασίας και παροχής πληροφοριών ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων εισέτι δε και συντηρητικής- προσωρινής δέσμευσης.

Η νέα αυτή διάταξη, ως ειδική κατισχύει κάθε άλλης και επομένως για το ζητούμενο του ερωτήματος (προΰπαρξη τυχόν άλλων αιτημάτων δικαστικής συνδρομής) επικαλύπτει και περιλαμβάνει σε όλα τα χαρακτηριστικά τον επαχθή δικονομικό χαρακτήρα της δέσμευσης που μόνη η διάταξη του βουλεύματος του επιλαμβανομένου Δικαστικού Συμβουλίου κυριαρχικά αποφαίνεται για τη διατήρηση, την άρση ή τον περιορισμό της [«Αν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης επιβλήθηκε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων (άρθρα 260, 261) το Συμβούλιο αποφασίζει και για τη διατήρηση, την άρση ή τον περιορισμό της»].

(β)’ Να υφίσταται πλήρης ταυτοποίηση των προσδιοριστικών της δέσμευσης στοιχείων (περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως, Πιστωτικού Ιδρύματος, Τράπεζας δικαιούχων, κατηγορουμένων, τρίτων κ.ο.κ).

(γ)’ Σε καταφατική περίπτωση (συνδρομή των παραμέτρων που ενδεικτικά περισσότερο παρατίθενται) η αυτοδίκαιη παύση και άρση της δέσμευσης χρήζει διαπιστωτικής πράξης-διάταξης του επιτετραμμένου ή εντεταλμένου κατά τον ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/88) Εισαγγελικού λειτουργού που εποπτεύει ή ορίζεται κατά τον Κανονισμό Εσωτερικής υπηρεσίας (άρθρα 15 παρ. 7, 16, 17 παρ. 5 του νόμου αυτού) που διαλαμβάνει τα στοιχεία των άρθρων 139, 138 σε συνδυασμό προς άρθρο 137 ΚΠοινΔ, χάριν της επιδιωκομένης ασφάλειας του δικαίου και του ευαίσθητου ως και σοβαρού αντικειμένου της δέσμευσης. Εκτελείται δε, όπως η δέσμευση μέσω της διαδικασίας δικαστικής συνδρομής, σε συντρέχουσα περίπτωση αλλοδαπού χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος.

Ως εκ περισσού σημειώνεται για την πληρότητα των σκέψεών μας, ότι τέτοια εξουσία έχει ευθέως ο Εισαγγελέας και κατά το προδιωκτικό στάδιο (αρχειοθέτηση ποινικής υπόθεσης κατ’άρθρο 43 παρ. 3, 4 και απόρριψη έγκλησης με διάταξη κατ’άρθρο 51 παρ. 2, 3 ΚΠοινΔ, εννοείται απρόσβλητη κατ’άρθρο 52 ιδίου Κώδικα) δικαιούμενος να άρει την κατάσχεση παρά το ενδεχόμενο της δήμευσης (υπό συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων που δεν αφορούν το θέμα του ερωτήματος (άρθρο 269 παρ. 3 εδάφια α’, β’, γ’ ΚΠοινΔ).

3.2.   Η νομοθετηθεισα λύση, που υπαγορεύθηκε ως συμβατή με τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας για την επιβολή δέσμευσης και τις ελάχιστες εγγυήσεις νόμιμης και δίκαιης λήψης αντιστοίχων μέτρων, ώστε να μη διαιωνίζεται η ισχύς της διάταξης (Μιχ. Μαργαρίτη Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, θεωρία-νομολογία 2020 σελίδα 263, Θεοχ. Δαλακούρα ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνευτικά σχόλια κατ’άρθρο σελίδα 208), απορρέει πρωτίστως από τις συνταγματικές προβλέψεις της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος 1975/1986/2001/2008/2019) και τις αξιώσεις προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΔΑ- ΝΔ 53/1974 που συμφωνήθηκε στο Παρίσι την 20-3-1952), με βάση το κριτήριο της διάρκειας του χρόνου της προσβολής και αποφυγή αόριστης και προβληματικής δέσμευσης ως επαχθούς δικονομικού μέρου (ΦΕΚ 256 Α720-9-1974).

3.3.  Δεν διαφοροποιεί σε καμμία περίπτωση την εφαρμογή της διάταξης, η εκδοχή να αφορά η δέσμευση περιουσιακά στοιχεία τηρούμενα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λειτουργούντα στην αλλοδαπή, καθ’όσον σε αντίθετη περίπτωση -εφόσον ακολουθήθηκε η εφαρμογή και εκτέλεση του ανακριτικού αιτήματος και της τελικής διάταξης περί δέσμευσης μέσω της οδού της δικαστικής συνδρομής, όμοια οδός θα ακολουθηθεί και για την αυτοδίκαιη άρση της δέσμευσης (άρθρα 458 επ. ΚΠοινΔ, Σύμβαση ΟΗΕ κατά Διαφθοράς, ως έχει κυρωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 3666/2008)- θα αποτελούσε «νεκρή» διάταξη η όλη ρύθμιση, στερούμενη του στοιχείου της εκτελεστότητας όχι μόνον για την αποδέσμευση (αυτοδίκαιη άρση) αλλά και για την επιβολή της. Τέτοια σκέψη αντιστρατεύεται ευθέως άλλωστε και τη βασική έννοια της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 4557/18 για νομιμοποίηση εσόδων στην αλλοδαπή, όπου και η επίμαχη περιουσία και η εξ αυτού καθιέρωση του βασικού αδικήματος ως διεθνούς εγκλήματος (άρθρα 8 περίπτωση ια’ και 6 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα). Τέλος πρέπει να αναφερθεί, ότι η διάταξη ως βασική (παράγραφος 4 στο άρθρο 262) περιλαμβανόταν στο αρχικό Σχέδιο του ν. ΚΠοινΔ (ιστολόγιο Βουλής των Ελλήνων Ν. 4620/19 με τον τίτλο «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), πλην όμως η συνοδευτική αυτού αιτιολογική έκθεση ουδεμία σκέψη παραθέτει (κεφάλαιο οι ρυθμίσεις για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων σελίδες 81-82).- Κατά την τελική μορφή του Κώδικα ως κειμένου και τη φάση της επιψήφισης στην Ολομέλεια της Βουλής, διαστρωματώθηκε και σχηματοποιήθηκε το άρθρο 262 κατά την παράγραφο 4.-

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΚΕΛΟΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ:

3.4. Με υπόβαθρο τις εξενεχθείσες αναλύσεις στις υποπαραγράφους 2.3, 2.4 και 2.5 σε αντιδιαστολή με την επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος γνώμη μας, συνάγεται ότι δεν μπορεί για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου να αποκλεισθεί η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 262 παρ. 4 ΚΠοινΔ υπό την απαράβατη προϋπόθεση να εκκρεμεί πέραν της πενταετίας ανακριτική διάταξη περί δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης κίνησης λογαριασμών και όχι διάταξη του Προέδρου ΤΓΚ Αρχής του άρθρου 47 του Ν. 4557/18, που υπόκειται στην προαναλυθείσα ρύθμιση επικύρωσης ή μη από την αρμόδια δικαστική αρχή ή το δικαστικό συμβούλιο (διακρίσεις άρθρου 42 παρ. 5 του ιδίου νόμου, ως ισχύει με τις αναφερόμενες νομοθετικές τροποποιήσεις των Ν. 4637/19 (άρθρα 9 και 15) και Ν. 4664/20). Ισχύει δηλαδή επί διατάξεων Ανακριτή που διατηρήθηκε η διάρκεια της ισχύος τους, κατ’άρθρο 315 παρ. 5 ΚΠοινΔ με βούλευμα του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου, μαζί με την κρίση επί της ουσίας για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο προς εκδίκαση (παράγραφος 3 ιδίου άρθρου) και υπό την αυτονόητη συνδρομή των λοιπών όρων και προϋποθέσεων που αναπτύχθηκαν στην υποπαράγραφο 3.1.

Επέκταση της γνώμης μας σε περιπτώσεις διατάξεων του Προέδρου της Αρχής θα προσέκρουε επιπλέον στην απαγορευτική παγία θέση της γνωμοδοτικής αρμοδιότητάς μας (υποπαράγραφος 1.).

ΙΙ. Υπό το πρίσμα των όσων εκτέθηκαν διακρίσεων επί του ερωτήματος σας, παρακαλούμε για τις άμεσες δικές σας ενέργειες και την ενημέρωση των εισαγγελικών λειτουργών της υπηρεσίας σας, ως και εκείνων της περιφερείας σας.

Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου

Γεώργιος Γεράκης, 

=================================================

σσ. Επειδή το κείμενο έχει ληφθεί από pdf μέσω OCR, υπάρχει  περίπτωση να έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα. Το πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται https://eisap.gr/%ce%b3%ce%bd%cf%89%ce%bc%ce%bf%ce%b4%cf%8c%cf%84%ce%b7%cf%83%ce%b7-14-2021/

http://dikastis.blogspot.com/2021/04/14202-261-1-262-4.html