Αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου περί επαρκούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας από τον κατηγορούμενο και απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 729/2020)

Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έδωσε κάποιες διευκρινίσεις στην ελληνική γλώσσα δεν καθιστά βέβαιο ότι αυτός κατανοούσε, τουλάχιστον επαρκώς, τα ερευνώμενα ζητήματα

ΑΠ 729/2020 (Τμήμα Ζ Ποινικό)

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 233 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως διαμορφώθηκε με τον Ν.4236/2014 και κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ, ο εξετάζων τον κατηγορούμενο υποχρεούται, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να διακριβώσει με κάθε πρόσφορο μέσο, εάν ο τελευταίος ομιλεί ή τουλάχιστον κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ώστε να κρίνει περαιτέρω εάν συντρέχει ανάγκη διορισμού διερμηνέα – μεταφραστή.

Η εν λόγω πρόβλεψη ανέτρεψε την προϊσχύουσα άποψη κατά την οποία, προκειμένου να θεμελιωθεί απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθ. 171 παρ. 1δ’ του Κ.Π.Δ. από την μη παροχή διερμηνείας στον κατηγορούμενο, έπρεπε να αποδεικνύεται από τα πρακτικά της δίκης ότι αυτός κατέστησε γνωστό στο δικαστήριο ότι αγνοεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα.

Εν προκειμένω, ο διευθύνων τη συζήτηση στο ακροατήριο παρέλειψε να διακριβώσει αυτεπαγγέλτως και με κάθε πρόσφορο μέσο την ανάγκη ή μη διορισμού διερμηνέα, παρ’ όλο που ο κατηγορούμενος ήταν αλλοδαπός, προφανώς επειδή ο τελευταίος δεν δήλωσε ρητώς ότι αγνοεί ή δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έδωσε κάποιες διευκρινίσεις στην ελληνική γλώσσα, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν καθιστά βέβαιο ότι αυτός κατανοούσε, τουλάχιστον επαρκώς, τα ερευνώμενα ζητήματα.

Συνεπώς, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε πως η εν λόγω παράλειψη αποτελεί παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κάνοντας δεκτό τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό με το άρθ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης.

Απόσπασμα απόφασης

Συνεπώς, και στην περίπτωση που αλλοδαπός κατηγορούμενος δεν δηλώσει ότι δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, το δικαστήριο πρέπει να διερευνήσει αν αυτός ομιλεί και κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα και κατόπιν αυτού, εναπόκειται στην, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κυριαρχική κρίση του διευθύνοντος ο διορισμός ή μη διερμηνέως.

Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης με αριθ. 1193/2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας προκύπτει, ότι ο διευθύνων τη συζήτηση δεν επεδίωξε αυτοβούλως να διακριβώσει την ανάγκη διορισμού ή μη διερμηνέως, καίτοι ήταν αναγκαίο να διερευνηθεί το ζήτημα αυτό, με κάθε πρόσφορο μέσο, αφού ο αιτών ήταν αλλοδαπός, υπήκοος Ρουμανίας, προφανώς επειδή ο τελευταίος δεν δήλωσε ότι αγνοεί ή δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Η παράλειψη όμως αυτή αποτελεί παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αιτούντος – κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός, ότι ο αναιρεσείων έδωσε κάποιες διευκρινίσεις στην ελληνική γλώσσα, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αφού δεν είναι βέβαιο αν κατανοούσε τουλάχιστον επαρκώς, τα ερευνώμενα ζητήματα.

Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του Κ.Π.Δ., λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, οπότε, παρέλκει η έρευνα του λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, ως αλυσιτελών.

Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο areiospagos.gr

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/aytepaggelti-ereyna-toy-dikastirioy-peri-eparkoys-gnosis-tis-ellinikis-glossas-apo-ton

To Top