Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Πότε ισχύει το δικαίωμα της σιωπής

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα σιωπής, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της έννοιας της «δίκαιης δίκης», απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την επιβολή κυρώσεων σε «κατηγορούμενο» φυσικό πρόσωπο λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

Φυσικό πρόσωπο, εις βάρος του οποίου διενεργείται διοικητική έρευνα για κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, διαθέτει το δικαίωμα σιωπής εφόσον από τις απαντήσεις του ενδέχεται να προκύψει ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα σιωπής δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάθε άρνηση συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές, όπως είναι η άρνηση εμφάνισης σε ακρόαση ή παρελκυστικές μεθοδεύσεις.

Η υπόθεση

Το δικαστήριο κατέληξε σε αυτή την κρίση εξετάζοντας την υπόθεση Ιταλού πολίτη στον οποίο τον Μάιο του 2012 η εθνική επιτροπή κεφαλαιαγοράς της Ιταλίας (Consob) του επέβαλε χρηματικές κυρώσεις συνολικού ύψους 300 000 ευρώ. Οι εν λόγω κυρώσεις αφορούσαν διοικητική παράβαση σχετική με την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών το 2009.Του επέβαλε επίσης πρόστιμο ύψους 50 000 ευρώ λόγω μη συνεργασίας. Συγκεκριμένα, ο DB, αφού ζήτησε επανειλημμένως την αναβολή της ακρόασης στην οποία είχε κληθεί υπό την ιδιότητα του ενημερωμένου για τα πραγματικά περιστατικά προσώπου, όταν παρουσιάστηκε στην ακρόαση αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν.

Κατόπιν της απόρριψης της ανακοπής που άσκησε κατά των κυρώσεων αυτών, ο DB άσκησε αναίρεση ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου Ιταλίας). Στις 16 Φεβρουαρίου 2018 το δικαστήριο αυτό έθεσε στο Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) παρεμπίπτον ζήτημα συνταγματικότητας σχετικό με τη διάταξη του ιταλικού δικαίου βάσει της οποίας επιβλήθηκε η κύρωση λόγω μη συνεργασίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για τη μη εμπρόθεσμη συμμόρφωση προς τα αιτήματα της Consob ή για την πρόκληση καθυστέρησης στην άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του φορέα αυτού, ακόμη και εις βάρος του προσώπου στο οποίο η Consob προσάπτει την τέλεση του αδικήματος της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών συνιστά τόσο διοικητική όσο και ποινική παράβαση. Στη συνέχεια, επισήμανε ότι η επίμαχη διάταξη εξεδόθη προς εκτέλεση ειδικής υποχρέωσης που επιβάλλεται από την οδηγία 2003/6 και θέτει επί του παρόντος σε εφαρμογή διάταξη του κανονισμού 596/2014 . Ως εκ τούτου, υπέβαλε ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με τον συμβατό
χαρακτήρα των διατάξεων αυτών με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, με το δικαίωμα σιωπής.

Η σκεπτικό του δικαστηρίου

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναγνωρίζει την ύπαρξη, υπέρ φυσικού προσώπου, δικαιώματος σιωπής, το οποίο προστατεύεται από τον Χάρτη και κρίνει ότι η οδηγία 2003/6 και ο κανονισμός 596/2014 επιτρέπουν στα κράτη μέλη να τηρούν το δικαίωμα αυτό στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης εις βάρος τέτοιου προσώπου, η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

  Υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα σιωπής, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της έννοιας της «δίκαιης δίκης», απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την επιβολή κυρώσεων σε «κατηγορούμενο» φυσικό πρόσωπο λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια δυνάμει της οδηγίας 2003/6 ή του κανονισμού 596/2014 αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

Το Δικαστήριο διευκρινίζει, συναφώς, ότι η νομολογία σχετικά με την υποχρέωση των επιχειρήσεων να παράσχουν, στο πλαίσιο διαδικασιών δυνάμενων να οδηγήσουν στην επιβολή κυρώσεων για αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές, πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν αργότερα να αξιοποιηθούν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη τους για τέτοιες συμπεριφορές, δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν για να καθοριστεί το περιεχόμενο του δικαιώματος σιωπής φυσικού προσώπου το οποίο κατηγορείται για κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι το δικαίωμα σιωπής δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάθε άρνηση συνεργασίας του ενδιαφερόμενου προσώπου με τις αρμόδιες αρχές, όπως η άρνηση εμφάνισης σε ακρόαση οριζόμενη από τις αρχές αυτές ή οι παρελκυστικές μεθοδεύσεις με σκοπό την αναβολή της διεξαγωγής της ακρόασης.

Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τόσο η οδηγία 2003/6 όσο και ο κανονισμός 596/2014 επιδέχονται ερμηνεία σύμφωνη με το δικαίωμα σιωπής, υπό την έννοια ότι δεν απαιτούν να επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο κύρωση λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι δεν αποκλείεται ρητώς η επιβολή κυρώσεων για μια τέτοια άρνηση δεν δύναται να θίγει το κύρος των συγκεκριμένων πράξεων. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι δεν μπορεί να επιβληθεί κύρωση σε φυσικό πρόσωπο λόγω της άρνησής του να παράσχει τέτοιες απαντήσεις στην αρμόδια αρχή.

To Top