Σύσταση έκτακτου κακουργιοδικείου για εκδίκαση τραπεζικής απάτης με όλες τις προβλεπόμενες νόμιμες εγγυήσεις. Μη παραβίαση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστηρίου

292

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bahaettin Uzan κατά Τουρκίας της 24.11.2020 (αριθ. προσφ. 30836/07)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα κάθε προσώπου όπως δικασθεί από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο νομίμως λειτουργούντος.

Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε τραπεζική απάτη μέσω λογισμικού με αποτέλεσμα την υποκλοπή υπέρογκου χρηματικού ποσού που μεταφέρθηκε από την τράπεζα σε λογαριασμό της εταιρείας στην οποία ήταν διευθύνων σύμβουλος. Για την εκδίκαση της υπόθεσης συστάθηκε, βάσει νόμου, το 8ο Κακουργιοδικείο Κωνσταντινούπολης. Καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή  ποσού 12.314.900.000 ευρώ και σε 17 χρόνια κάθειρξης. Άσκησε καταγγελία για έλλειψη ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, «η δικαστική οργάνωση σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ότι ρυθμίζεται από νόμο που προέρχεται από το Κοινοβούλιο».

Στην υπό κρίση υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η σύσταση του έκτακτου δικαστηρίου είχε σαφή βάση στο νόμο και δεν ήταν αυθαίρετη.

Όσον αφορά την καταγγελία για αμεροληψία δικαστών, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι  δικαστές που εξέτασαν την υπόθεση του προσφεύγοντος στο 8ο Κακουργιοδικείο είχαν  το ίδιο καθεστώς με οποιονδήποτε άλλο δικαστή που υπηρετούσε σε άλλα δικαστήρια και είχαν τα ίδια συνταγματικά μέτρα διασφάλισης και διαδικαστικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού, της προαγωγής και της απόλυσης τους, και μία πρόσθετη εγγύηση  της  απαγόρευσης επαναδιορισμού για περίοδο τριών ετών σε υποθέσεις που αφορούν τραπεζικά αδικήματα.

Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε καμία παραβίαση του άρθρου 6§1 όσον αφορά την νόμιμη σύσταση του δικαστηρίου και την αμεροληψία των δικαστών.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Bahaettin Uzan είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1942 και ζει στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά του, ιδίως ο αδερφός του, διεύθυνε έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους στην Τουρκία, με δραστηριότητες σε διάφορους τομείς, που κυμαίνονται από τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες έως και δραστηριότητες στα μέσα ενημέρωσης και στις  τηλεπικοινωνίες («Όμιλος Uzan»).

Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή σχετικά με ποινικές διαδικασίες που ασκήθηκαν εναντίον του για περιστατικά τα οποία τα τουρκικά δικαστήρια ανέφεραν ως «το μεγαλύτερο περιστατικό διαφθοράς στον τραπεζικό τομέα στην ιστορία της χώρας». Συγκεκριμένα, μια εταιρεία πληροφορικής του Ομίλου Uzan, Merkez Yatırım A.Ş. (“Merkez Yatırım”) κατηγορήθηκε για την ανάπτυξη ενός λογισμικού προγράμματος που είχε χρησιμοποιηθεί για να υποκλέψει τεράστια χρηματικά ποσά από μια τράπεζα η οποία ανήκει στον όμιλο, Türkiye İmar Bankası ΤΑ.Ş. (“İmarbank”).

Μετά από έλεγχο των τραπεζικών αρχών, ασκήθηκαν ποινικές διαδικασίες εναντίον 25 ατόμων- μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ανώτερους  διευθυντές της İmarbank και της Merkez Yatırım, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος και του αδελφού του – σε σχέση με φερόμενη τραπεζική απάτη. Ο προσφεύγων ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος της Merkez Yatırım συνελήφθη και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση τον Σεπτέμβριο του 2003.

Τον Δεκέμβριο του 2003 ο εισαγγελέας της Κωνσταντινούπολης άσκησε δίωξη και παρέπεμψε τους υπόπτους ενώπιον του 5ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης. Μετά από τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας,  η υπόθεση μεταφέρθηκε στο 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης, ένα εξειδικευμένο κακουργιοδικείο που είχε οριστεί να εξετάσει ορισμένα τραπεζικά αδικήματα.

Οι κατηγορούμενοι αμφισβήτησαν τη συνταγματικότητα του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2004 το 8ο Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημά τους για παραπομπή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι τέτοια εξειδικευμένα δικαστήρια είχαν την αρμοδιότητα να εξετάζουν περίπλοκα οικονομικά εγκλήματα.

Επιπλέον, το 8ο Κακουργιοδικείο είχε συσταθεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων και δεν λειτούργησε διαφορετικά από τα συνηθισμένα δικαστήρια.

Τον Φεβρουάριο του 2006, το 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης καταδίκασε τον προσφεύγοντα για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και την εκ προθέσεως συμμετοχή στο αδίκημα υπεξαίρεσης με επιβαρυντικές περιπτώσεις. Καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή  που ισοδυναμεί περίπου με 12.314.900.000 ευρώ και σε 17 χρόνια κάθειρξης. Το δικαστήριο, αναφέρεται σε έναν αριθμό ελέγχων και επιτόπιων επιθεωρήσεων, οι οποίες διαπίστωσαν ότι τα εγκλήματα είχαν πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια λογισμικού προγράμματος που αναπτύχθηκε για την İmarbank από την Merkez Yatırım. Επίσης, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι η επιχείρηση που διέπραξε το αδίκημα διευθύνονταν από τον αδελφό του προσφεύγοντος, με τον οποίο ο προσφεύγων είχε παραδεχτεί ότι είχε στενούς δεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών σχέσεων, για πολλά χρόνια, καθώς και τα καθήκοντά του στον Όμιλο Uzan.

Στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ποινική διαδικασία, ο προσφεύγων αρνήθηκε τις κατηγορίες εναντίον του. Υποστήριξε ότι η συμμετοχή του στις εταιρείες του Ομίλου Uzan, συμπεριλαμβανομένης της Merkez Yatırım, ήταν μόνο συμβολική και ότι δεν είχε καμία γνώση ή εμπειρία τραπεζικών εργασιών ή προγραμμάτων πληροφορικής. Τόνισε επίσης ότι το 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης είχε συσταθεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος ήταν μέλος  του κυβερνώντος κόμματος και πολιτικός αντίπαλος της οικογένειας Uzan.

Ωστόσο, η αναίρεση του κατά της απόφασης του 2006 απορρίφθηκε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο το 2007.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβίαση του δικαιώματός του σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο συστάθηκε νομίμως κυρίως λόγω της παραπομπής της υπόθεσής του από το 5ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης στο 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης. Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι το 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης που τον καταδίκασε ήταν έκτακτο δικαστήριο το οποίο είχε παραβιάσει την αρχή της δίκης ενώπιον «φυσικού/νόμιμου  δικαστή» και ότι ο Πρόεδρος του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης ήταν προκατειλημμένος.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

(α) «Ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο»

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπάρχουν δύο πτυχές στην καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με το δικαίωμα σε «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο». Η πρώτη  αφορά την εικαζόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του Προέδρου του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης ατομικά ως δικαστή από υποκειμενική άποψη, ενώ η δεύτερη αφορά κυρίως τη συμμετοχή του Υπουργού Δικαιοσύνης στην ίδρυση του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης, γεγονός το οποίο κατά τη γνώμη του προσφεύγοντος, είχε ως αποτέλεσμα να διακυβευθεί η διαρθρωτική ή αντικειμενική ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή της καταγγελίας ξεχωριστά.

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή που αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του Προέδρου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το μέρος της καταγγελίας έπρεπε να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της ΕΣΔΑ για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση.

(β) «Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως»

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, ένα δικαστήριο πρέπει πάντα να «συγκροτείται από το νόμο». Σύμφωνα με τη νομολογία του, στόχος του όρου «που θεσπίζεται από το νόμο» είναι να διασφαλίσει ότι «η δικαστική οργάνωση σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ότι ρυθμίζεται από νόμο που προέρχεται από το Κοινοβούλιο».

Με βάση τα παρόντα γεγονότα, ο ορισμός έκτακτου δικαστηρίου για την αντιμετώπιση ορισμένων τραπεζικών αδικημάτων έγινε μέσω των τροποποιήσεων του τραπεζικού νόμου με τον ν. 5020, το οποίο ήταν ένα νομοθετικό κείμενο που προέρχεται από το Κοινοβούλιο. Επομένως, είχε σαφώς βάση στο εσωτερικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι καταγγελίες  που άσκησε ο προσφεύγων  σχετικά με την υποτιθέμενη αντισυνταγματικότητα του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης απορρίφθηκαν τόσο από το εν λόγω δικαστήριο όσο και από το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Επομένως, ενώ ο νόμος δεν παρείχε συγκεκριμένα κριτήρια που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη σύσταση νέου δικαστηρίου, η διακριτική ευχέρεια που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση για να θέσει σε λειτουργία το 8ο Κακουργιοδικείο είχε σαφή βάση στο νόμο και δεν ήταν αυθαίρετη.

Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω από τις πληροφορίες που παρέσχε η Κυβέρνηση, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν  από τον προσφεύγοντα, ότι το θεσμικό όργανο και η λειτουργία του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης ήταν σύμφωνη με την ερμηνεία της συνταγματικής αρχής του «φυσικού/νόμιμου δικαστή»,  όπως απαιτεί το  Συνταγματικό Δικαστήριο που με τη σειρά του φαίνεται να συμμορφώνεται με τα πρότυπα της Σύμβασης. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε παράνομη συμπεριφορά στην πραγματική σύνθεση του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεσή του, η οποία είναι ένα από τα στοιχεία για να προσδιοριστεί εάν ένα δικαστήριο «συστάθηκε από νόμο». Το Δικαστήριο θεώρησε, βάσει των ανωτέρω, ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να αποδεικνύουν ότι η ίδρυση του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης συνεπάγεται αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαστικό σώμα εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας που υπονόμευε τον σκοπό του δικαιώματος του προσφεύγοντα  σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» κατά την έννοια της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί βάσει νόμου σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.

Ανεξαρτησία και αμεροληψία του 8ου Δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης

Το Δικαστήριο  σημείωσε ότι κατά τον καθορισμό του κατά πόσον ένα δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί «ανεξάρτητο», πρέπει να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως ο τρόπος διορισμού των μελών του, η διάρκεια της θητείας τους, η ύπαρξη εγγυήσεων έναντι εξωτερικών πιέσεων  και το ερώτημα αν το δικαστήριο παρουσιάζει μια επίφαση ανεξαρτησίας. Όσον αφορά την απαίτηση αμεροληψίας, το Δικαστήριο έχει αποδείξει ότι υπάρχουν δύο πτυχές αυτής της απαίτησης: πρώτον, το δικαστήριο πρέπει να είναι υποκειμενικά απαλλαγμένο από προσωπικές προκαταλήψεις ή πεποιθήσεις. Δεύτερον, πρέπει επίσης να είναι αμερόληπτο από αντικειμενική άποψη, δηλαδή πρέπει να προσφέρει επαρκείς εγγυήσεις για να αποκλείσει οποιαδήποτε νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η εκ νέου ανάθεση στο 8ο Κακουργιοδικείο δεν αφορούσε συγκεκριμένα την υπόθεση του προσφεύγοντος, αλλά εφαρμόστηκε γενικά σε όλες τις υποθέσεις στην Κωνσταντινούπολη που αφορούσαν τα σχετικά τραπεζικά αδικήματα.

Επισήμανε επίσης ότι ο ρόλος του Υπουργού στην ίδρυση του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης περιορίστηκε μόνο στην υποβολή πρότασης για το σκοπό αυτό και ότι η πραγματική απόφαση να τεθεί σε εφαρμογή η πρόταση αυτή ελήφθη από το HCJP, το οποίο είναι ανεξάρτητο όργανο που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης σχετικά ότι οι δικαστές που εξέτασαν την υπόθεση του προσφεύγοντος στο 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης είχαν διοριστεί, όπως όλοι οι άλλοι δικαστές στην Τουρκία, από το HCJP, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία διορισμού. Είχαν το ίδιο καθεστώς με οποιονδήποτε άλλο δικαστή που υπηρετούσε σε άλλα δικαστήρια και είχαν τα ίδια συνταγματικά μέτρα διασφάλισης και τα ίδια διαδικαστικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού, της προαγωγής και της απόλυσης τους. Η μόνη διαφορά που επισήμανε ο προσφεύγων  ήταν η απαγόρευση επαναδιορισμού των δικαστών που επιβλέπουν τα σχετικά τραπεζικά αδικήματα για περίοδο τριών ετών. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, αυτή η «πρόσθετη εγγύηση»,  δεν φαίνεται να δημιουργεί αμφιβολίες για την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία των εν λόγω δικαστών. Αντιθέτως, μπορεί να ληφθεί υπόψη για την περαιτέρω ενίσχυση της εξουσίας των αρμόδιων δικαστών να αποφασίζουν ανεξάρτητα.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, εκτός από την ειδική του αρμοδιότητα, το 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης δεν παρουσίασε σημαντικές διαφορές από  ένα κανονικό δικαστήριο στη σύσταση ή λειτουργία του.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και βάσει του υλικού που του είχε υποβληθεί, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος ανατέθηκε στο 8ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης για να επηρεάσει την έκβαση της υπόθεσης σε βάρος του ή ότι η συμμετοχή του Υπουργού στην σύσταση του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης συνεπάγεται μια σχέση υποταγής των δικαστών από την εκτελεστική εξουσία. Το Δικαστήριο τόνισε εν προκειμένω ότι, ενώ δεν είναι καθήκον του να εκτιμήσει εάν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για τις εθνικές αρχές να αναθέσουν μια υπόθεση σε ένα συγκεκριμένο δικαστήριο, σημείωσε ότι το επιχείρημα της κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση να μην ανατεθεί  η σχετική  υπόθεση στο 5ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης προήλθε από  νόμιμη ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης στον τομέα των τραπεζικών αδικημάτων και δεν ήταν παράλογη.

Επομένως, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι αμφιβολίες του προσφεύγοντος ως προς την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του 8ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης δεν δικαιολογούνται αντικειμενικά υπό τις περιστάσεις.

Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).