Η προϋπόθεση αυτοπρόσωπης εμφάνισης ερήμην καταδικασθέντα κατηγορούμενου κατά την επανάληψη της διαδικασίας, δεν συνιστά δυσανάλογο βάρος

237

ΑΠΟΦΑΣΗ

Chong Coronado κατά Ανδόρας της 23.07.2020 (προσφ. αριθ. 37368/15)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ερήμην καταδίκη, αίτηση επανάληψης της διαδικασίας , αυτοπρόσωπη εμφάνιση και δίκαιη δίκη.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην,  σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και χρηματική ποινή 600.000 ευρώ. Άσκησε έφεση που απερρίφθη ως απαράδεκτη. Ομοίως απερρίφθη και η  προσφυγή του από το Συνταγματικό Δικαστήριο.

Κατά την εθνική δικονομία ο προσφεύγων ως ερήμην καταδικασθείς είχε δικονομική δυνατότητα να ασκήσει επανάληψη διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που τον καταδίκασε ερήμην αλλά δεν το έπραξε. Αναγκαία προϋπόθεση γι΄αυτό ήταν να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου.

Άσκησε καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης υπό την ειδικότερη έκφανσή της πρόσβασης σε δικαστήριο.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι προκειμένου το  κράτος να διασφαλίσει τη φυσική παρουσία των κατηγορουμένων σε δίκη,  εξασφάλιζε για αυτούς το δικαίωμα να ζητήσουν αναστολή εκτέλεσης οποιουδήποτε μέτρου στέρησης της ελευθερίας έως ότου το δικαστήριο αποφανθεί επί της υπόθεσης. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η υποχρέωση του προσφεύγοντος να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στην επανεξέταση της υπόθεσής του, δεν του επέβαλε δυσανάλογο βάρος και κατέληξε ότι ένα τέτοιο σύστημα επιδίωκε να επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έλλειψη δικαιοσύνης. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Ernesto Emilio Chong Coronado, είναι υπήκοος του Παναμά που γεννήθηκε το 1978 και ζει στον Παναμά.

Τον Απρίλιο του 2014, το πρωτόδικο δικαστήριο δίκασε  τον προσφεύγοντα ερήμην, με την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες  οργανωμένης εγκληματικής οργάνωσης και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών (εκ των οποίων τα δύο ήταν με αναστολή) και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή 600.000 ευρώ. Το δικαστήριο διέταξε επίσης την απέλαση του από το την Ανδόρα και 20ετή απαγόρευση επανεισόδου στη χώρα.

Η έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο διαπίστωσε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την έφεση σε αυτό το στάδιο. Επειδή ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί ερήμην πρωτοδίκως, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε πρώτα να υποβάλει αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας (recurs d’audiència) ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά της ερήμην καταδικαστικής απόφασης. Ο προσφεύγων τότε ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση, υποστηρίζοντας ότι εάν εμφανιζόταν αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου διέτρεχε τον κίνδυνο να συλληφθεί. Η αίτησή του απορρίφθηκε.

Τέλος, ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή  ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καταγγέλλοντας ότι παραβιάστηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Τον Ιανουάριο του 2015 το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο με την κήρυξη της έφεσης ως απαράδεκτης με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο)

Η νομοθεσία της Ανδόρας παρείχε σε κάθε άτομο που καταδικάστηκε  ερήμην σε πρώτο βαθμό, τη δυνατότητα για νέα εξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης από το ίδιο δικαστήριο με επανάληψη της διαδικασίας  μετά από αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Αυτή η δυνατότητα παρέμεινε ανοιχτή ακόμη και αν το άτομο που καταδικάστηκε ερήμην είχε παραιτηθεί  από το δικαίωμά του να εμφανιστεί για να υπερασπίσει τον εαυτό του.  Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορούμενου ήταν η μόνη προϋπόθεση για την επανάληψη της διαδικασίας. Ο ερήμην καταδικασθείς  απλώς έπρεπε να εμφανιστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού οργάνου (Tribunal de Corts) ή να παραμένει στην Ανδόρα ώστε να λάβει ημερομηνία για τη νέα δικάσιμο μετά την  υποβολή της αίτησης που είναι γνωστή ως recurs d’audiència.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να καθορίσει εάν η υποχρέωση να εμφανιστεί αυτοπροσώπως, που επιβάλλονταν σε πρόσωπο που καταδικάστηκε ερήμην αποτελούσε δυσανάλογο βάρος όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Παρόλο που ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ταξιδέψει στην Ανδόρα επειδή κινδύνευε η ελευθερία του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το συμφέρον του κράτους να διασφαλίσει τη φυσική παρουσία των κατηγορουμένων στη δίκη,  θα μπορούσε να υπερισχύσει του φόβου της σύλληψης.

Επιπλέον, στο πλαίσιο επανάληψης της διαδικασίας, recurs d’audiència, ο καταδικασθείς είχε το δικαίωμα να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης οποιουδήποτε μέτρου στέρησης της ελευθερίας έως ότου το δικαστήριο αποφανθεί επί της υπόθεσης. Αυτό χορηγούνταν από τις εθνικές αρχές σε πολλές περιπτώσεις (περίπου σε ποσοστό 80%). Αυτή η πρακτική από μόνη της έδειχνε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να τεθεί υπό κράτηση προκειμένου να επανεξεταστεί η υπόθεσή του, μετά την ερήμην καταδίκη του. Ωστόσο, ο καταδικασθείς  απαιτούνταν να παραστεί αυτοπροσώπως προκειμένου να ακυρωθεί η ερήμην καταδίκη του και για να εξεταστεί εκ νέου η υπόθεσή του. Επιπλέον, θα μπορούσε να ασκηθεί έφεση εναντίον μιας στερητικής απόφασης της ελευθερίας  του καταδικασθέντος, η οποία θα μπορούσε να εκδοθεί μόνο από το δικαστήριο (Tribunal de Corts), ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Επιπλέον, ο ανακριτής διέταξε την κράτηση του προσφεύγοντος λόγω της απουσίας του από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας. Ο προσφεύγων δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής, αν και μπορούσε να ασκήσει έφεση.

Αρνήθηκε συστηματικά να εμφανιστεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Είχε λοιπόν διαφύγει εσκεμμένα από το δικαστικό σύστημα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε την πρόθεση να εμφανιστεί ή να συνεργαστεί με τα  δικαστήρια της Ανδόρας και, ως εκ τούτου, είχε διαφύγει από το δικαστικό σύστημα. Έτσι, ενόψει της συμπεριφοράς του, θα μπορούσε ευλόγως να είχε προβλέψει τις νομικές συνέπειες για τον ίδιο, ιδίως της υποχρέωσής του να ταξιδέψει στην Ανδόρα ώστε να εκδικαστεί εκ νέου η υπόθεσή του λόγω της σκόπιμης απουσίας του στην πρώτη δίκη.

Τέλος, ήταν ακόμη δυνατό να επανεξεταστεί η υπόθεση επειδή ο προσφεύγων δεν είχε ταξιδέψει ακόμη στην Ανδόρα αυτοπροσώπως για να ενημερωθεί για την πρωτοβάθμια απόφαση.

Κατά συνέπεια, και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στις εθνικές αρχές σε τέτοια θέματα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση του προσφεύγοντος να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για την επανεξέταση της υπόθεσής του, δεν του επέβαλε δυσανάλογο βάρος που θα μπορούσε να διαταράξει την ισορροπία μεταξύ της νόμιμης μέριμνας για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων και του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο μαζί με την άσκηση δικαιώματος  υπεράσπισης. Ένα τέτοιο σύστημα επιδίωξε να επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).

https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/i-proupothesi-aftoprosospis-emfanisis-erimin-katadikasthenta-katigoroumenou-kata-tin-epanalipsi-tis-diadikasias-den-sunsista-dusanalogo-varos/