Ανεπαρκείς έρευνες για θάνατο πολίτη κατά την διάρκεια αστυνομικού ελέγχου. Παραβίαση διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή

328

ΑΠΟΦΑΣΗ

Jabłońska κατά Πολωνίας της 14.05.202 (αρ. προσφ. 24913/15)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αναποτελεσματική έρευνα για θάνατο νεαρού κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου ρουτίνας.  Αναλογικότητα στη χρήση βίας από αστυνομικούς ,  αναποτελεσματική έρευνα και δικαίωμα στη ζωή.

Ο γιος της προσφεύγουσας υποβλήθηκε σε έλεγχο ρουτίνας από αστυνομικά όργανα. Κατελήφθη να φέρει δύο σακούλες ναρκωτικής ουσίας και στην προσπάθεια του να διαφύγει, ασκήθηκε βία από αστυνομικούς οι οποίοι τον χτύπησαν στο λαιμό. Συνελήφθη αμέσως αλλά διαπιστώθηκε ότι ήταν νεκρός. Η εισαγγελική έρευνα σταμάτησε γιατί ο αρμόδιος Εισαγγελέας αποφάσισε ότι ο θάνατος του προήλθε από υποκείμενο νόσημα και όχι λόγω της βίας που υπέστη.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι το άρθρο 2 καλύπτει κάθε χρήση βίας και η ανεπάρκεια στην έρευνα για τον εντοπισμό των αιτιών θανάτου και  του υπευθύνου παραβιάζει τη Σύμβαση.

Όσον αφορά το διαδικαστικό σκέλος στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έρευνα δεν παρείχε σαφείς απαντήσεις σε ορισμένα σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την αναλογικότητα της βίας που ασκήθηκε και τα κτυπήματα που εμφάνισε ο αποβιώσας. Περαιτέρω δεν εξετάστηκαν οι μάρτυρες που πρότεινε η πολιτική αγωγή. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ).

Αντιθέτως διαπίστωσε ότι δεν αποδείχτηκε με βεβαιότητα αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της βίας που υπέστη ο θανών και του θανάτου του, που πιθανότητα προκλήθηκε από καρδιακή ανεπάρκεια. Επίσης διαπίστωσε  ότι παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες χωρίς καθυστέρηση και  έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Teresa Jabłońska, είναι υπήκοος της Πολωνίας, γεννήθηκε το 1954 και ζει στη Βαρσοβία.

Η υπόθεση αφορούσε το θάνατο του γιου της μετά από απόπειρα σύλληψης κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου ρουτίνας.

Στις 18 Ιουνίου 2013, ο γιος της προσφεύγουσας, D.J., σταμάτησε το αυτοκίνητό του μετά από εντολή της αστυνομίας για να διεξάγουν τυχαία έρευνα στο όχημά του. Οι αστυνομικοί ανακάλυψαν δύο μικρά πακέτα λευκής σκόνης και αποφάσισαν να τον συλλάβουν. Αυτός τότε προσπάθησε να διαφύγει, δύο αστυνομικοί προσπάθησαν να τον σταματήσουν και ακολούθησε διαπληκτισμός. Στη συνέχεια  για συνδρομή κατέφθασαν έξι επιπλέον αστυνομικοί. Αφού οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν και του πέρασαν χειροπέδες,  συνειδητοποίησαν ότι δεν αναπνέει. Οι  προσπάθειες ανάνηψης, από δύο αστυνομικούς, από δύο διερχόμενους νοσηλευτές και από ένα πλήρωμα ασθενοφόρου που κλήθηκε για βοήθεια, ήταν ανεπιτυχείς και ο D.J. διαπιστώθηκε ότι ήταν νεκρός.

Η ποινική διαδικασία κινήθηκε την επόμενη μέρα και οι εισαγγελικές αρχές συνέλλεξαν μαρτυρικές καταθέσεις και αποδεικτικά στοιχεία. Η αυτοψία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου ήταν οξεία καρδιακή αναπνευστική ανεπάρκεια που σχετίζεται με χρόνια κυκλοφορική ανεπάρκεια. Σημείωσε, ωστόσο, ότι υπήρχαν τραυματισμοί στο λαιμό του θα μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν το θάνατό του.

Ο εισαγγελέας της Βαρσοβίας διέκοψε την έρευνα τον Σεπτέμβριο του 2014, διαπιστώνοντας ότι οι ενέργειες των αστυνομικών δικαιολογούνταν από την εύλογη υποψία διερεύνησης του αδικήματος   της κατοχής ναρκωτικών και είχαν ως στόχο να αποτρέψουν το D.J. από το να διαφύγει. Ο εισαγγελέας απέρριψε ως αναξιόπιστη την κατάθεση του μάρτυρα ο  οποίος ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο του D.J. την ημέρα του συμβάντος αλλά και άλλων μαρτύρων  που ισχυρίστηκαν ότι ένα αστυνομικός τον είχε κλωτσήσει στο κεφάλι. Αποφάνθηκε επίσης ότι οι τραυματισμοί στο λαιμό του D.J. δεν συσχετίζονταν με την καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια, η οποία είχε προκύψει από το «σύνδρομο διεγερμένου παραληρήματος», μια  κατάσταση που σχετίζεται με άγχος που προκλήθηκε από τις ενέργειες της αστυνομίας και σχετίζεται με υπερβολική διέγερση ορμονών.

Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας τον Νοέμβριο του 2014. Οι εισαγγελικές αρχές εξέτασαν την υπόθεση πέντε χρόνια αργότερα, συλλέγοντας καταθέσεις από περισσότερους μάρτυρες και ζητώντας την έκδοση δεύτερης εγκληματολογικής έκθεσης, αλλά διαπίστωσαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με τον τρόπο αυτό δεν δικαιολογούσαν το άνοιγμα νέας έρευνας.

Βασιζόμενη στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), η προσφεύγουσα κατήγγειλε τον τρόπο διεξαγωγής της αστυνομικής επιχείρησης, κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε υπέρμετρη χρήση βίας, την αποτυχία παροχής αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης στον γιο της, καθώς και διεξαγωγή αποτελεσματικής διερεύνησης του θανάτου του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

(α) Γενικές αρχές

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το άρθρο 2, όπως διαβάζεται στο σύνολό του, καλύπτει όχι μόνο την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία, αλλά και καταστάσεις όπου επιτρέπεται η «χρήση βίας» που μπορεί να οδηγήσει, ως ακούσια έκβαση, στη στέρηση της ζωής. Οποιαδήποτε ανεπάρκεια στην έρευνα που υπονομεύει τον εντοπισμό της αιτίας θανάτου ή τον υπεύθυνο θα διακινδυνεύσει να παραβιάσει αυτό το πρότυπο.

(β) Επί της υπόθεσης

(i) Διαδικαστικό σκέλος

Το Δικαστήριο θεωρεί απαραίτητο πρώτα να εξετάσει τη διαδικαστική πτυχή της καταγγελίας βάσει του άρθρου 2.

Διαπιστώνει, εξαρχής, ότι ο γιος της προσφεύγουσας πέθανε κατά τη διάρκεια αστυνομικής επέμβασης και ότι, βάσει των γενικών αρχών που αναφέρονται παραπάνω, προέκυψε διαδικαστική υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για τη διερεύνηση των περιστάσεων του θανάτου του.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ποινική διαδικασία στην παρούσα υπόθεση κινήθηκε αμέσως μετά το περιστατικό, δηλαδή στις 19 Ιουνίου 2013. Στη συνέχεια, ελήφθησαν πολλές καταθέσεις μαρτύρων και συλλέχθηκαν αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε αυτοψία και λήφθηκε ιατροδικαστική έκθεση. Η έρευνα διεκόπη από τον Εισαγγελέα της Βαρσοβίας, του οποίου τα πορίσματα επιβεβαιώθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας στις 13 Νοεμβρίου 2014. Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η έρευνα διεξήχθη τόσο γρήγορα όσο έπρεπε και με εύλογα αποτελέσματα.

Ο εισαγγελέας διαπίστωσε ότι ο θάνατος του D.J. οφείλεται στο «σύνδρομο διεγερμένου παραληρήματος».

Ωστόσο, το Δικαστήριο  σημειώνει ότι η έρευνα δεν παρείχε σαφείς απαντήσεις σε ορισμένα σημαντικά ερωτήματα που προέκυψαν στην υπόθεση, συγκεκριμένα: πώς ακριβώς οι αξιωματικοί είχαν χρησιμοποιήσει βία κατά του θύματος ποια ήταν η προέλευση και οι συνέπειες των τραυματισμών στο λαιμό του D.J. και αν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δύναμης που χρησιμοποίησαν οι αστυνομικοί και του θανάτου του D.J.

Το Δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι πέντε χρόνια μετά τα εν λόγω γεγονότα, οι εισαγγελικές αρχές επιχείρησαν να επανεξετάσουν την υπόθεση και έλαβαν συμπληρωματική ιατροδικαστική έκθεση προκειμένου να εξαλειφθούν τυχόν πιθανές ασυνέπειες κατά την έκθεση  της 4ης Αυγούστου 2014. Ωστόσο, ακόμη και τότε, δεν υπάρχουν σαφείς απαντήσεις. Η έκθεση επανέλαβε τα ευρήματα που αναγράφονταν  στην αρχική έκθεση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί στο λαιμό του θύματος πιθανότατα είχαν συμβεί όταν ο αξιωματικός M.K. είχε προσπαθήσει να τον ακινητοποιήσει. Για το Δικαστήριο, η ανάλυση της προέλευσης και των συνεπειών των τραυματισμών στο λαιμό του θύματος που διενήργησε η εισαγγελία παραμένει ανεπαρκής.

Επιπλέον, ο εισαγγελέας δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τους ισχυρισμούς ότι ο D.J. ξυλοκοπήθηκε κατά τη σύλληψή του. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα ζήτησε ρητά από τις εισαγγελικές αρχές να οργανώσουν μια αντιπαράθεση μαρτύρων. Υπέβαλε επίσης πληροφορίες σχετικά με άλλους πιθανούς μάρτυρες (πρόσωπα των οποίων οι πινακίδες κυκλοφορίας αυτοκινήτου είχαν καταγραφεί σε κάμερα). Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι εισαγγελικές αρχές δεν επικοινώνησαν με αυτούς τους υποψήφιους  μάρτυρες παρά μόνο πέντε χρόνια μετά τα εν λόγω γεγονότα, οπότε δεν είχαν καμία ανάμνηση για το συμβάν.

Το Δικαστήριο δεν θεωρεί ικανοποιητική μια τέτοια προσέγγιση εκ μέρους των αρχών και θεωρεί ότι δεν εφάρμοσαν τα πρότυπα που προβλέπονται στο άρθρο 2 της Σύμβασης

Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ανωτέρω σκέψεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έρευνα απέτυχε να προσδιορίσει τις σημαντικές πραγματικές περιστάσεις της υπόθεσης και ότι υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ).

(ii) Ουσιαστικό σκέλος

(1) Αναγκαιότητα και αναλογικότητα της βίας που χρησιμοποιήθηκε εναντίον του D.J.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τις περιστάσεις του θανάτου του D.J. όπως αποδεικνύεται από την εγχώρια έρευνα. Ισχυρίστηκε ότι οι αξιωματικοί είχαν χρησιμοποιήσει τεχνικές βίας και άμυνας που ήταν δυσανάλογες στις περιστάσεις, ιδίως λόγω της βαριάς διάπλασης του.

Κατά το ΕΔΔΑ το εγχώριο δικαστήριο που εξέτασε την έφεση κατά της απόφασης για μη δίωξη των αστυνομικών δεν προέβη σε ανεξάρτητη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, αλλά βασίστηκε στις περιστάσεις του συμβάντος όπως απέδειξε η έρευνα. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίγνωση της ανωτέρω διαπίστωσής του ότι η έρευνα που διενήργησαν οι αρχές, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αποδείχθηκαν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, δεν ήταν επαρκής και αποτελεσματική. Επομένως, οι περιστάσεις του συμβάντος που καθορίζονται από την έρευνα δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκώς αξιόπιστες και αντικειμενικές.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της προστασίας που παρέχει το άρθρο 2, το Δικαστήριο πρέπει να υποβάλει σε εκτενέστερο έλεγχο τις περιπτώσεις  στέρησης  ζωής, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις ενέργειες των κρατικών υπαλλήλων αλλά και όλες τις γύρω συνθήκες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία του, όταν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν οι ακριβείς περιστάσεις μιας υπόθεσης για λόγους αντικειμενικά καταλογιστέους στις κρατικές αρχές, εναπόκειται στην εναγόμενη Κυβέρνηση να εξηγήσει, με ικανοποιητικό και πειστικό τρόπο, την ακολουθία των γεγονότων και να προσκομίσει αξιόπιστες αποδείξεις που θα μπορούσαν να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από αυτές τις περιπτώσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά συμπεράσματα των εγχώριων αρχών στην παρούσα υπόθεση, είναι πολύ πιθανό ότι ο θάνατος του γιου της προσφεύγουσας προκλήθηκε από οξεία αναπνευστική και κυκλοφορική ανεπάρκεια που σχετίζεται με χρόνια κυκλοφορική ανεπάρκεια.

Δεδομένης της απουσίας στοιχείων που θα μπορούσαν να αποδείξουν με αρκετή βεβαιότητα ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου  μεταξύ της βίας που χρησιμοποιήθηκε κατά του D.J. από τους αστυνομικούς και του θανάτου του, και εάν η χρήση βίας ήταν αυστηρά ανάλογη με τον  επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιόπιστη εκτίμηση του ζητήματος εάν οι ενέργειες των αστυνομικών ήταν σύμφωνες με την εγγυήσεις του άρθρου 2. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδείξει την ουσιαστική παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης για αυτό το συμβάν.

(2) Παροχή ιατρικής βοήθειας

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αρχές έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν την υγεία των ατόμων που βρίσκονται σε κράτηση ή αστυνομική κράτηση ή τα οποία, όπως στην περίπτωση του D.J., μόλις συνελήφθησαν και των οποίων η σχέση με τις κρατικές αρχές είναι αλληλοεξαρτόμενη. Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι μια τέτοια υποχρέωση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να μην επιβάλλει αδύνατη ή δυσανάλογη επιβάρυνση στις αρχές.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα γεγονότα στην παρούσα υπόθεση ξετυλίχθηκαν αστραπιαία: ολόκληρο το περιστατικό – από το σταμάτημα του αυτοκινήτου του DJ μέχρι την εμπλοκή με τους αστυνομικούς και την απώλεια συνείδησης του DJ – διήρκεσε περίπου 20 λεπτά. Η χρονολογία των γεγονότων καθορίστηκε από την εισαγγελία ως εξής: το αυτοκίνητο του DJ σταμάτησε στις 8.30 μ.μ. και λίγο μετά οι αστυνομικοί ζήτησαν τη βοήθεια του ΕΚΑΒ. Πριν από την άφιξή του, δόθηκε ιατρική βοήθεια στον D.J. από δύο διερχόμενους νοσηλευτές και επίσης δύο από τους αστυνομικούς, οι W.J. και A.O. έκαναν CPR με τη σειρά τους με έναν από τους νοσηλευτές. Το ασθενοφόρο έφτασε στις 8.53 μ.μ. Υπό το πρίσμα αυτών των παραγόντων, που καθορίστηκαν από τις εγχώριες αρχές και δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα, και λαμβανομένου υπόψη του άμεσου τρόπου με τον οποίο διενεργήθηκαν τα γεγονότα, το  Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν απέτυχαν στην υποχρέωσή τους να προστατεύσουν τη ζωή του D.J. Επομένως, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) λόγω της φερόμενης καθυστέρησης στην παροχή ιατρικής περίθαλψης στον γιο της προσφεύγουσας.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 και μη παραβίαση του ουσιαστικού του σκέλους.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 26.000 ευρώ για ψυχική οδύνη (επιμέλεια echrcaselaw.com).

https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/aneparkeis-erevnes-gia-thanato-politi-kata-ti-diarkeia-astunomikou-elegxou-paraviasi-diadikastikou-skelous-tou-dikaiomatos-sti-zoi/