Χρήση Ψευδούς Βεβαιώσεως Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 242παρ.4ΠΚ – Τιμωρία του εγκλήματος και σε βαθμό κακουργήματος

868
466820780

Χρήση Ψευδούς Βεβαιώσεως

Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 242παρ.4ΠΚ – Τιμωρία του εγκλήματος και σε βαθμό κακουργήματος

Περίληψη: Ερμηνεία του άρθρου 242παρ.4ΠΚ, κατά την Ιστορική βούληση του Νομοθέτη και τον Τελολογικό σκοπό της διάταξης. Τιμωρία της Χρήσης Ψευδούς Βεβαίωσης από μη δημόσιο υπάλληλο και σε βαθμό κακουργήματος.

Ανδρομέδας Στεφανίδου
Αντ/λέας Πρωτοδικών

 

 ΓΕΝΙΚΑ:

Υπόθεση Εργασίας: Αποφασίζεται η απαλλοτρίωση εκτάσεων για την κατασκευή Εθνικής Οδού. Εκδίδεται από την Κτηματική Υπηρεσία Πιστοποιητικό μη διεκδίκησης δικαιωμάτων του Δημοσίου για έκταση δημόσια, που, στην πραγματικότητα, οι ιδιοκτήτες της δεν δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση απαλλοτρίωσης. Τη ψευδή αυτή βεβαίωση χρησιμοποιούν ο ηθικός αυτουργός και ιδιοκτήτης, αλλά και ιδιοκτήτες παρακείμενων ιδιοκτησιών. Ο ηθικός αυτουργός και ιδιοκτήτης λαμβάνει ως αποζημίωση από το Δημόσιο το ποσό των 121.000Ευρώ, ο τρίτος ιδιοκτήτης, που είχε μεγαλύτερη ιδιοκτησία λαμβάνει αποζημίωση 149.000Ευρώ,  ενώ ο υπάλληλος που εξέδωσε τη ψευδή βεβαίωση λαμβάνει σε φάκελο με το ποσό των 10.000Ευρώ.

   Ι. Γραμματική Διατύπωση:

Σύμφωνα με το άρθρο 242ΠΚ, 1. Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων  δημοσίων  εγγράφων,  αν  σε  τέτοια   έγγραφα  βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό  που  μπορεί  να  έχει  έννομες  συνέπειες,  τιμωρείται με Φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2.  Με  την  ίδια  ποινή  τιμωρείται  ο  υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει,  βλάπτει  ή  υπεξάγει  έγγραφο  που  του εμπιστεύθηκαν  ή του  είναι  προσιτό  λόγω  της  υπηρεσίας του. 3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και  2  είχε  σκοπό  να  προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται Κάθειρξη, “εάν “το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη” το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000Ευρώ “. 4.  Με την ποινή της παρ.  1 τιμωρείται όποιος εν  γνώσει  του  χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί.

  

Με μία πρώτη ανάγνωση, εφόσον στην παράγραφο 4 του άρθρου 242ΠΚ αναγράφεται ότι η χρήση ψευδούς βεβαιώσεως τιμωρείται με την ποινή της παραγράφου 1, συνάγεται ότι, πάντοτε, η τέλεση της πράξης αυτής έχει το χαρακτήρα πλημμελήματος. Στην Υπόθεση Εργασίας, ο χρήστης της ψευδούς βεβαιώσεως και γείτονας του ηθικού αυτουργού στην πράξη της έκδοσης της ψευδούς βεβαιώσεως λαμβάνει μεγαλύτερο ποσό αποζημίωσης από το ταμείο του Δημοσίου. Η αντικειμενική προσφορότητα της πράξης του Ηθικού Αυτουργού και του Χρήστη της Ψευδούς Βεβαιώσεως οδηγεί στον πορισμό παρανομου εισοδήματος . Οι έννομες συνέπειες από τη ψευδή βεβαίωση, που συνίστανται στη θεμελίωση, διατήρηση, αλλοίωση ή κατάργηση του δικαιώματος, έννομης σχέσης ή κατάστασης (δημόσιας ή ιδιωτικής), είναι ίδιες και για τους δύο ιδιοκτήτες. Μένοντας μόνο στη Γραμματική αποτύπωση της διάταξης της παραγράφου 4, αν το ποσό της αποζημίωσης δεν ξεπεράσει αυτό των 150.000Ευρώ, ο Ηθικός Αυτουργός θα τιμωρηθεί με την ποινή της παραγράφου 3 και ο τρίτος χρήστης της ίδιας ψευδούς βεβαιώσεως θα τιμωρηθεί με την ποινή της παραγράφου 4. Αν το ποσό αγγίξει ή ξεπεράσει αυτό των 150.000Ευρώ, τότε, με το Ν.1608/1950 , αίφνις η πλημμεληματική πράξη της παραγράφου 4 θα λάβει μορφή κακουργηματική .  Με το Ν.1608/1950 δεν εισάγεται νέα νομοτυπική μορφή εγκλήματος, αλλά καθιερώνονται μόνο επιβαρυντικές περιστάσεις για τα εγκλήματα που μνημονεύονται στο άρθρο μόνον, μεταξύ των οποίων και της Χρήσης Ψευδούς Βεβαιώσεως . Ο Νομοθέτης επιφυλάσσει για το δράστη του εγκλήματος της Χρήσης Ψευδούς Βεβαιώσεως, ακόμη και την  ποινή ισόβιας κάθειρξης (ίση με της ανθρωποκτονίας), αν και εφόσον το ποσό παράνομου οφέλους είναι 150.000Ευρώ και άνω, η οποία θα επιβληθεί στα πλαίσια ιδιαίτερης δικονομικής πορείας [5].

ΙΙ. Σύγκλιση μεθόδων ερμηνείας  

  1. Από την Εισηγητική Έκθεση του π.δ.283/1985, με τον οποίο κυρώθηκε ο Ποινικός Κώδιξ, ουδέν στοιχείο μπορεί να εισφερθεί στην αναζήτηση της ιστορικής ερμηνείας του Νομοθέτη, κατά την θέσπιση του άρθρου 242ΠΚ. Η Γενική Εισηγητική Έκθεση του π.δ., όμως, καθρεπτίζει το πνεύμα της εποχής, όπου η θανατική ποινή και οι αυστηρες επιβεβλημένες ποινές ικανοποιουσαν το περί δικαίου αίσθημα. (Με το Ν.2408/1996 και το Ν.2721/1999 το άρθρο 242ΠΚ συμπληρώθηκε και έγινε αναπροσαρμογή του ποσού).

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 242ΠΚ προβλέπεται ποινή τουλάχιστον ενός έτους, όταν με το άρθρο 216παρ.1ΠΚ επιβάλλεται ποινή τουλάχιστον τριών μηνών για την πλαστογραφία εγγράφου. Ομοίως, αυστηρότερη ποινή προβλέπεται στην παράγραφο 3 του αρθρου 242ΠΚ από την ποινή (άρ.216παρ.3ΠΚ) έως δέκα έτη που επιφυλάσσει η κακουργηματική πλαστογραφία. Ο λόγος δεν είναι άλλος από τη βούληση του ιστορικού Νομοθέτη να προστατέψει το κύρος των δημοσίων υπηρεσιών και να καταδείξει την υποχρέωση των δημοσίων υπαλλήλων στην έκδοση εγγράφων αυξημένης ισχύος με βεβαίωση πραγματικών γεγονότων[6].

Το έννομο αγαθό των δημοσίων υπηρεσιών προσβάλλεται με την έκδοση ψευδούς βεβαίωσης. Όμως, με τον ίδιο τρόπο, προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό και μάλιστα στο σύνολο του συναλλακτικού κύκλου, με τη χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως, που πλέον καθίσταται προσιτή στον εξωτερικό κόσμο από τον ωφελούμενο τρίτο μη δημόσιο υπάλληλο που χρησιμοποιεί τη ψευδή βεβαίωση[7]. Αν η ψευδής βεβαίωση εκδοθεί, αλλά ουδέποτε κυκλοφορήσει από τον τρίτο μη υπάλληλο ή τον ηθικό αυτουργό, η προσφορότητα του εγγράφου να προσπορίσει όφελος ή να προκαλέσει βλάβη καθίσταται ανενεργής. Ο ισχυρισμός, λοιπόν, ότι ο χρήστης της ψευδούς βεβαίωσης τιμωρείται παντοτε σε βαθμό πλημμελήματος, ίσως δεν βρίσκει έρεισμα στην ιστορική βούληση του Νομοθέτη του 1985, όταν ο κανόνας ήταν η ψήφιση αυστηρών ποινών και όταν η τέλεση ενός εγκλήματος ήταν γεγονός που κοσμούσε πρωτοσέλιδο και προκαλούσε τη γενική κατακραυγή.

Ερμηνεύοντας τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 242ΠΚ και επιχειρώντας να καθρεπτίσουμε την ιστορική βούληση, σίγουρα αυτή (η ερμηνεία) πρέπει να κλίνει προς την επιθυμία του Νομοθέτη να τιμωρείται ο χρήστης με το ίδιο πλαίσιο ποινής. Συνδυαστικά με τα ανωτέρω, χρήσιμο είναι να αναζητηθεί, ποιος είναι ο σκοπός της διάταξης αυτής; Αφενός, είναι ένα «κοινό αίτιο» (causa impulsiva) με το σύνολο του άρθρου 242ΠΚ, που έγκειται στην προστασία της εμπιστοσύνης των δημοσίων υπηρεσιών.  Αφετέρου, είναι ο σκοπός του Νομοθέτη προς το μέλλον (causa finalis), σε ένα μέλλον όπου ήταν προδιαγεγραμμένη η πολυπλοκότητα των συναλλαγών και της Νομοθεσίας. Υπό το πρίσμα αυτό, υπάρχει σημείο σύγκλισης μεταξύ της ιστορικά προσδιοριζόμενης βούλησης, της τελολογικής ερμηνείας κατά τη θέσπιση του άρθρου 242ΠΚ και της χρονικής στιγμής του παρόντος που επιχειρείται η ερμηνεία. Η χρησιμότητα της συγκλίνουσας πορείας της ιστορικής, της γραμματικής και της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 242ΠΚ είναι εμφανής στην κάλυψη του κενού ή στην επίλυση της αμφιβολίας από την εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 242ΠΚ.

 

  1. Με την παράγραφο 4 του αρθρου 242ΠΚ ορίζεται ότι ο τρίτος που χρησιμοποίησε τη ψευδή βεβαίωση τιμωρείται με την ποινή της παραγράφου 1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 242ΠΚ παραπέμπει και η παράγραφος 3 της εκδόσεως ψευδούς βεβαιώσεως σε κακουργηματική μορφή. Η έκδοση ψευδούς βεβαιώσεως δηλαδή της παραγράφου 1 λαμβάνει κακουργηματική μορφή υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 242ΠΚ. Όταν, λοιπόν, ο Νομοθέτης παραπέμπει στην ποινή του άρθρου 1, παραπέμπει τόσο σε πλημμεληματική όσο και σε κακουργηματική μορφή της έκδοσης ψευδούς βεβαίωσης. Εφόσον, η βλάβη ή το όφελος από τη χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως υπερβαίνουν αυτό του ποσού των 120.000Ευρώ, τότε η ποινή της παραγράφου 1 είναι κάθειρξη, ως η παράγραφος 3 του άρθρου 242ΠΚ ορίζει.

Επιχείρημα υπέρ αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης της παραγράφου 4 αντλείται και από τη μορφή της παραγράφου 3 του άρθρου 242ΠΚ, με την οποία εισάγεται μία διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της παραγράφου 1 και 2.  Με την παράγραφο 3 δεν εισάγεται αυτοτελές έγκλημα, αλλά τυποποιείται διακεκριμένη περίπτωση, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι η παραπομπή στην παράγραφο 1 του άρθρου 242ΠΚ σημαίνει, τελολογικά και ιστορικά, παραπομπή στην πλημμεληματική και στην κακουργηματική μορφή[8].  Επιχείρημα , ομοίως, αποτελεί και το ότι η χρήση ψευδούς βεβαιώσεως από μη δημόσιο υπάλληλου υπάγεται στη ρύθμιση του Ν.1608/1950 και, επομένως, ήδη ο Νομοθέτης έκρινε ότι πρέπει να ενδυθεί την κακουργηματική μορφή όταν το όφελος ή η βλάβη που προκλήθηκε αγγίζει το ύψος των 150.000Ευρώ και στρέφεται σε βάρος Δημοσίου. Είναι συστημικά άτοπο, λοιπόν,  για το ποσό των 120.000Ευρώ έως το ποσό των 149.000Ευρώ ο δράστης να τιμωρείται για πλημμέλημα και μόνο, ενώ ο Νομοθέτης επιφυλάσσει κακουργηματική τιμωρία στην περίπτωση του Ν.1608/1950.

Έτσι, στην Υπόθεση Εργασίας, ο τρίτος που χρησιμοποίησε τη ψευδή βεβαίωση θα τιμωρηθεί με την ποινή της καθείρξεως, ως ακριβως και ο ηθικός αυτουργός της ψευδούς βεβαιώσεως, αλλά και ο υπάλληλος της Κτηματικής Υπηρεσίας. Σε διαφορετική περίπτωση, για την πράξη του τρίτου ιδιοκτήτη απειλείται ποινή τουλάχιστον ενός έτους, τη στιγμή που έλαβε και μεγαλύτερη αποζημίωση από τον ηθικό αυτουργό. Αντιστοίχως, με κακουργηματική ποινή θα τιμωρηθεί και ο υπάλληλος, τόσο για τη ψευδή βεβαίωση που εξέδωσε με προτροπή του ηθικού αυτουργού, όσο και για το παράνομο όφελος που αποκόμισε ο τρίτος ιδιοκτήτης της δημόσιας έκτασης που απαλλοτριώθηκε.

ΙΙΙ. Συμπερασματικά

Η ανάγνωση της παραγράφου 4 του άρθρου 242ΠΚ από μόνη της, χωρίς την επισκόπησή της ως τμήμα ενός συνολικού άρθρου, οδηγεί στο συμπέρασμα της περιγραφής ενός εγκλήματος σε βαθμό πλημμελήματος. Προβληματισμός δημιουργείται όταν, σε περιπτώσεις ως η Υπόθεση Εργασίας, η χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως από τον τρίτο – μη δημόσιο υπάλληλο προκαλεί μεγαλύτερη βλάβη στο Δημόσιο ταμείο. Με τη χρήση της ψευδούς Βεβαιώσεως ο τρίτος εισπράττει παρανόμως 149.000Ευρώ και βλάπτει περισσότερο την περιουσία του Δημοσίου, από ότι ο ηθικός αυτουργός που θα τιμωρηθεί με την ποινή της παραγράφου 3 του άρθρου 242ΠΚ. Με τη βοήθεια των ερμηνευτικών εργαλείων επιχειρήθηκε η παροχή μίας νομικής λύσης που να αντικατοπτρίζει το ηθικό αίσθημα απονομής του δικαίου, ώστε να μην αντιμετωπίζεται ευνοϊκά ένας τρίτος που προσβάλλει το έννομο αγαθό της εμπιστοσύνης των δημοσίων υπηρεσιών κατά τον ίδιο, ίσως και βαρύτερο, τρόπο. Λαμβάνοντας υπόψιν την ιστορική στιγμή θέσπισης του άρθρου 242ΠΚ, σε συνδυασμό με το παρόν που επιχειρείται η ερμηνεία, αλλά και το σκοπό του άρθρου, συναντάται η συγκλιση των ερμηνευτικών προσεγγίσεων στην εφαρμογή του άρθρου 242παρ.4ΠΚ ως πλημμέλημα, αλλά και ως κακούργημα, ακόμη και όταν το παράνομο όφελος δεν αγγίζει το ποσό των 150.000Ευρώ.

 

[1] Για την Ερμηνεία του άρθρου 242ΠΚ Αλ.Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Ειδικού Μέρους. σελ.523επ. και Γ.Θεοδωράκη, Ποινικό Δίκαιο – Πλαστογραφία – Ψευδής βεβαίωση, σελ. 133επ.

[2]

  1. Στον  ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218,  235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και  386  του  Ποινικού  Κώδικα,  εφόσον  αυτά  στρέφονται  κατά  του  Δημοσίου  ή  των  νομικών προσώπων  δημοσίου  δικαίου  ή  κατά  άλλου  νομικού  προσώπου  από  εκείνα   που    αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή  επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των  πέντε εκατομμυρίων  (5.000.000)  δραχμών,  επιβάλλεται  η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές  περιστάσεις,  ιδίως  αν  ο ένοχος  εξακολούθησε  επί  μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικειμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή  της ισόβιας κάθειρξης”.

[3] Μαργαρίτης, Ερμ.ΠΚ. άρ.242, αριθμ.46 και 42.

[4] Βλ.Α.Π.240/2017, Α΄ ΝΟΜΟΣ.

[5] Ν.Παπινιώτης, Ποινικά Αδικήματα κατά του Δημοσίου,Καταχραστές Δημοσίου, σελ.105 επ.. Κατά το συγγραφέα, «η βαρύτατη ποινικη μεταχείριση που επιφυλάσσει ο Ν.1608/1950 … προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 25 του Συνταγματος, με την οποία θεσμοθετήθηκε η αρχή της αναλογικότητας».

[6] Βλ. ειδικότερα Γ.Θεοδωράκη, ο.π., σελ. 134,135, όπου αναφέρονται όλες οι θεωρητικές απόψεις.

[7] Κατά τον Ν.Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, εκδ.Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ.437, «Η ποινική εξίσωση της χρήσης ψευδούς βεβαιώσεως με τα εγκλήματα της ψευδούς βεβαίωσης κλ δείχνει ότι εκείνο που έχει σημασία είναι η προσβολή της εγγυητικής και αποδεικτικής λειτουργίας των εγγράφων … ».

[8] Κατά το Ν.Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ445, «Η διαφοροποίηση που κάνει ο νομοθέτης, μεταξυ της χρήσης πλαστού ή νοθευμένου του άρθρου 216παρ.2ΠΚ και εκείνης του άρθρου 242παρ.4ΠΚ δεν φαίνετια ότι μπορεί να δικαιολογηθεί».