Το Μον. Πλημμελειοδικείο που επιλαμβάνεται της συνολικής ποινής δεν μπορεί να προβεί σε μετατροπή και “δοσοποίηση” (ΑΠ 1544/2017)

315

Σύμφωνα με την απόφαση 1544/2017 του Αρείου Πάγου (Ζ Ποινικό Τμήμα):

«…Από τον συνδυασμό όλων των διατάξεων των άρθρων 551 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., 94 και 97 του Π.Κ. προκύπτουν τα εξής:

1) Ότι όταν πρόκειται να εκτελεσθούν πολλές καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, υπό τη μορφή της νομικής και όχι της αθροιστικής σώρευσης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94-97 του Π.Κ., για την αποφυγή της υπέρμετρης εντάσεως της τιμωρίας του υπαιτίου με την άθροιση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα και την τιμωρία του δράστη με ποινή που να ανταποκρίνεται σε όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση που εκδήλωσε.

2) Ότι οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται στη συνολική κατά συγχώνευση ποινή, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν απορροφώνται από αυτήν, χωρίς όμως να είναι δεκτικές αυτοτελούς η καθεμία εκτελέσεως, εκτελούμενες δια μέσου της συνολικής ποινής και με την εκτέλεση αυτής.

3) Ότι οι συναντώμενες κατά την εκτέλεση στερητικές της ελευθερίας ποινές, κατά του αυτού προσώπου, για διαφορετικά εγκλήματα, μέχρι να καθορισθεί γι’ αυτές συνολική ποινή, εκτελούνται διαδοχικά και όχι δια συνεκτίσεως, η οποία δεν αναγνωρίζεται στην ελληνική ποινική νομοθεσία.

4) Ότι η αναίρεση της αποφάσεως που καθορίζει κατά συγχώνευση συνολική ποινή, η οποία επιτρέπεται στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα, μπορεί να γίνει για όλους τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αφού οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 551 του Κ.Ποιν.Δ., κατά το μέρος που αφορούν τον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές.

Τέλος, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 551 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., 94 και 97 του Π.Κ., προκύπτει ότι η απόφαση με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν οι επιμέρους καταδικαστικές αποφάσεις, οι ποινές που έχουν επιβληθεί και προκύπτει ότι οι ποινές αυτές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους και μόνον αν καθορίζεται και συνολική χρηματική ποινή (επί συρροής ποινών σε χρήμα) πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν ότι για την επαύξηση εκτιμήθηκαν και οι οικονομικοί όροι του καταδικασμένου.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δέχθηκε τη σχετική αίτηση της καταδικασθείσας και ήδη αναιρεσείουσας για καθορισμό συνολικής ποινής από συρρέουσες ποινές φυλακίσεως που της είχαν επιβληθεί με τρεις καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα και προέβη στον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης έξι (6) ετών.

Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται λεπτομερώς οι επιμέρους καταδικαστικές αποφάσεις και οι ποινές που έχουν επιβληθεί για καθεμία από αυτές και επισημαίνεται ότι συναντώνται κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους και δεν έχουν εκτιθεί, όπως δε προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως, για τον εν λόγω καθορισμό τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 97 του Π.Κ. και μάλιστα ως προς το σχηματισμό της συνολικής ποινής με την επαύξηση της ποινής βάσης, χωρίς να υπόκειται υπέρβαση του ανωτάτου προς τούτο ορίου.

Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 97 του Π.Κ. και 551 του Κ.Ποιν.Δ. και οι περί του εναντίου λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι.

Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αφενός μεν ότι το ποσόν της μετατροπής, ενόψει του χρόνου τέλεσης των επιμέρους πράξεων, έπρεπε να ορισθεί σε τρία (3) και όχι σε πέντε (5) ευρώ ημερησίως, κατ’ εφαρμογή της ευμενέστερης για την αναιρεσείουσα διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3904/2010, με την οποία το ποσό της, κατά το άρθρο 82 παρ. 3 του Π.Κ., μετατροπής οριζόταν από τρία (3) έως εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, αφετέρου δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς το ύψος του διαληφθέντος ποσού της μετατραπείσας κατά τα άνω ποινής, ανεξάρτητα από το ότι το ποσό της μετατροπής των πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης που καθορίσθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς είναι, σε κάθε περίπτωση, εντός των ορίων του προβλεπόμενου από το άρθρο 82 παρ. 3 του Π.Κ. πλαισίου, όπως αυτό ίσχυε κάθε φορά, προβάλλονται αλυσιτελώς και ως εκ τούτου παρίστανται αβάσιμες και απορριπτέες.

Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο που δίκασε, το οποίο επιλήφθηκε της αιτήσεως της αναιρεσείουσας για τον καθορισμό και μόνο συνολικής ποινής, αντικείμενο στο οποίο και εξαντλείται η δικαιοδοσία του, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του προέβη στη μετατροπή αυτής και ακολούθως χορήγησε τριετή προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή ποσού σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αφού για την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική και για την χορήγηση προθεσμίας καταβολής του προκύπτοντος από την μετατροπή ποσού σε δόσεις είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφασίσει μόνον το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση (βλ. άρθρ. 82 παρ. 1, 4 και 12, αλλά και το άρθρο 41 παρ. 3 του Ν. 4264/2014).

Όμως, η πλημμέλεια αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία συνιστά λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ., δεν επιτρέπεται να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως και να αναιρέσει το παρόν δικαστήριο την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που μετέτρεψε τη συνολική ποινή που καθόρισε και που χορήγησε τριετή προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή ποσού σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, διότι στην περίπτωση αυτή θα χειροτερεύσει τη θέση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).».

Δείτε την απόφαση εδώ.